ἐνθαλασσεύω: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(big3_15) |
(12) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -λαττ-<br /><b class="num">1</b> [[estar en el mar]], [[navegar]] πρὸς ἐναντία πνεύματα νῆες ἐνθαλαττεύουσαι Ph.1.287, οὐ γὰρ ἀσφαλὲς ἐδόκει ... ἐνθαλαττεύειν Longus 2.12.5, cf. Poll.1.121<br /><b class="num">•</b>fig. ὁ νοῦς (del embriagado) ἐνθαλαττεύων ... ἰλιγγιᾷ τῷ ζόφῳ Clem.Al.<i>Paed</i>.2.2.28.<br /><b class="num">2</b> [[vivir en el mar]] τὰ τε ὄρεια καὶ ὅσα ἐνθαλαττεύει καὶ μετεωροπορεῖ ὅσα los animales de la montaña y cuantos pueblan el mar y surcan el aire</i> Ael.<i>NA</i> 9.63. | |dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -λαττ-<br /><b class="num">1</b> [[estar en el mar]], [[navegar]] πρὸς ἐναντία πνεύματα νῆες ἐνθαλαττεύουσαι Ph.1.287, οὐ γὰρ ἀσφαλὲς ἐδόκει ... ἐνθαλαττεύειν Longus 2.12.5, cf. Poll.1.121<br /><b class="num">•</b>fig. ὁ νοῦς (del embriagado) ἐνθαλαττεύων ... ἰλιγγιᾷ τῷ ζόφῳ Clem.Al.<i>Paed</i>.2.2.28.<br /><b class="num">2</b> [[vivir en el mar]] τὰ τε ὄρεια καὶ ὅσα ἐνθαλαττεύει καὶ μετεωροπορεῖ ὅσα los animales de la montaña y cuantos pueblan el mar y surcan el aire</i> Ael.<i>NA</i> 9.63. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐνθαλασσεύω]] και αττ. τ. ἐνθαλαττεύω (Α)<br /><b>1.</b> ζω [[μέσα]] στη [[θάλασσα]], [[είμαι]] [[θαλάσσιος]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]], βρίσκομαι στη [[θάλασσα]], [[πλέω]], [[ταξιδεύω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> βρίσκομαι σε [[αμηχανία]] συναντώντας δύσκολες περιστάσεις, [[πελαγώνω]] («ἐνθαλαττεύων τε [ο [[ανθρώπινος]] [[νους]]] εἰλιγγία τῷ ζόφῳ τῆς καταιγίδος», Κλήμ. Αλεξ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. ἐνθαλαττεύω,
A live at sea, Ael.NA9.63; to be at sea, Longus 2.12; πρὸς ἐναντία πνεύματα νῆες -εύουσαι Ph.1.287.
German (Pape)
[Seite 841] att. -θαλαττεύω, in, auf dem Meere leben, sich befinden, Ael. H. A. 9, 63 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθᾰλασσεύω: Ἀττ. -ττεύω, ζῶ παρὰ τὴν θάλασσαν ἢ ἐπὶ τῆς θαλάσσης, τά τε ὄρεια (τῶν ζῴων) καὶ ὅσα ἐνθαλαττεύει καὶ μετεωροπορεῖ Αἰλ. π. Ζ. 9. 63: μεταφ., ἐνθαλαττεύων τῷ ζόφῳ Κλήμ. Ἀλ. Παιδ. 2. 183, 31.
French (Bailly abrégé)
vivre dans la mer.
Étymologie: ἐν, θαλασσεύω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -λαττ-
1 estar en el mar, navegar πρὸς ἐναντία πνεύματα νῆες ἐνθαλαττεύουσαι Ph.1.287, οὐ γὰρ ἀσφαλὲς ἐδόκει ... ἐνθαλαττεύειν Longus 2.12.5, cf. Poll.1.121
•fig. ὁ νοῦς (del embriagado) ἐνθαλαττεύων ... ἰλιγγιᾷ τῷ ζόφῳ Clem.Al.Paed.2.2.28.
2 vivir en el mar τὰ τε ὄρεια καὶ ὅσα ἐνθαλαττεύει καὶ μετεωροπορεῖ ὅσα los animales de la montaña y cuantos pueblan el mar y surcan el aire Ael.NA 9.63.
Greek Monolingual
ἐνθαλασσεύω και αττ. τ. ἐνθαλαττεύω (Α)
1. ζω μέσα στη θάλασσα, είμαι θαλάσσιος
2. είμαι, βρίσκομαι στη θάλασσα, πλέω, ταξιδεύω
3. μτφ. βρίσκομαι σε αμηχανία συναντώντας δύσκολες περιστάσεις, πελαγώνω («ἐνθαλαττεύων τε [ο ανθρώπινος νους] εἰλιγγία τῷ ζόφῳ τῆς καταιγίδος», Κλήμ. Αλεξ.).