ἐξανοίγω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(big3_15)
(12)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[abrir]] τὰ στόματα (τῶν ὑστερέων) μαλθακῶς ἐξανοίγειν Hp.<i>Mul</i>.1.68, cf. Ath.Al.M.28.980C, τοῦτο (τὸ [[διάφραγμα]]) D.S.1.33, τὴν θύραν καὶ τὰς θρίδας ... χρὴ πάντοθεν ἐξανοίξαντα εἰσεᾶσαι φῶς τε καὶ ἀέρα <i>Gp</i>.15.2.27, en v. pas. εἰ μὴ ταχὺ μὲν ἐξανοίγοιτο τὰ στόμια τῶν διωρύγων Str.16.1.10, cf. Diad.<i>Perf</i>.70, ὅταν ... τοῖς ὑποτόνοις ἐξανοίχθῃ τὸ κατασκεύασμα τῆς ἐξαιρίτιδος Ath.Mech.36.9<br /><b class="num">•</b>fig. [[destapar]], [[poner en acción]] ἐξάνοιγε μηχανὰς τὰς Σισύφου despliega las artimañas de Sísifo</i> Ar.<i>Ach</i>.391.<br /><b class="num">2</b> en perf. med. [[estar abierto]], [[estar despejado]] οἱ μὲν ὑψηλοὶ τῶν τόπων εἰσὶ ... εὐπνούστεροι ... διὰ τὸ πανταχόθεν ἐξανεῷχθαι los lugares más altos están más aireados al estar abiertos por todas partes</i> Ath.Med. en Orib.9.12.1.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[abrir]] τὰ στόματα (τῶν ὑστερέων) μαλθακῶς ἐξανοίγειν Hp.<i>Mul</i>.1.68, cf. Ath.Al.M.28.980C, τοῦτο (τὸ [[διάφραγμα]]) D.S.1.33, τὴν θύραν καὶ τὰς θρίδας ... χρὴ πάντοθεν ἐξανοίξαντα εἰσεᾶσαι φῶς τε καὶ ἀέρα <i>Gp</i>.15.2.27, en v. pas. εἰ μὴ ταχὺ μὲν ἐξανοίγοιτο τὰ στόμια τῶν διωρύγων Str.16.1.10, cf. Diad.<i>Perf</i>.70, ὅταν ... τοῖς ὑποτόνοις ἐξανοίχθῃ τὸ κατασκεύασμα τῆς ἐξαιρίτιδος Ath.Mech.36.9<br /><b class="num">•</b>fig. [[destapar]], [[poner en acción]] ἐξάνοιγε μηχανὰς τὰς Σισύφου despliega las artimañas de Sísifo</i> Ar.<i>Ach</i>.391.<br /><b class="num">2</b> en perf. med. [[estar abierto]], [[estar despejado]] οἱ μὲν ὑψηλοὶ τῶν τόπων εἰσὶ ... εὐπνούστεροι ... διὰ τὸ πανταχόθεν ἐξανεῷχθαι los lugares más altos están más aireados al estar abiertos por todas partes</i> Ath.Med. en Orib.9.12.1.
}}
{{grml
|mltxt=και [[ξανοίγω]] (AM [[ἐξανοίγω]], Μ και [[ξανοίγω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βλέπω]], [[διακρίνω]], [[παρατηρώ]]<br /><b>2.</b> (για ατμοσφαιρ. [[κατάσταση]]) [[αιθριάζω]], [[ξανοίγω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ανοίγω]], [[ανοίγω]] εντελώς («ἐξανοιγέσθωσαν τάφοι», Κων. Πορφ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[παραλύω]], [[αποσυνθέτω]], [[εξουδετερώνω]].
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανοίγω Medium diacritics: ἐξανοίγω Low diacritics: εξανοίγω Capitals: ΕΞΑΝΟΙΓΩ
Transliteration A: exanoígō Transliteration B: exanoigō Transliteration C: eksanoigo Beta Code: e)canoi/gw

English (LSJ)

   A lay open, μηχανὰς Σισύφου Ar.Ach.391; διάφραγμα D.S.1.33:—Pass., Str.16.1.10, Ath.Mech.36.9: pf. inf. ἐξανεῷχθαι to be exposed, of high ground, Ath.Med. ap. Orib.9.12.1.

German (Pape)

[Seite 870] (s. ἀνοίγω), ganz eröffnen, Ar. Ach. 391 u. Sp., wie D. Sic. 1, 33.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανοίγω: ἀνοίγω ἐντελῶς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 391. Διόδ. 1. 33.

French (Bailly abrégé)

ouvrir entièrement.
Étymologie: ἐξ, ἀνοίγω.

Spanish (DGE)

1 abrir τὰ στόματα (τῶν ὑστερέων) μαλθακῶς ἐξανοίγειν Hp.Mul.1.68, cf. Ath.Al.M.28.980C, τοῦτο (τὸ διάφραγμα) D.S.1.33, τὴν θύραν καὶ τὰς θρίδας ... χρὴ πάντοθεν ἐξανοίξαντα εἰσεᾶσαι φῶς τε καὶ ἀέρα Gp.15.2.27, en v. pas. εἰ μὴ ταχὺ μὲν ἐξανοίγοιτο τὰ στόμια τῶν διωρύγων Str.16.1.10, cf. Diad.Perf.70, ὅταν ... τοῖς ὑποτόνοις ἐξανοίχθῃ τὸ κατασκεύασμα τῆς ἐξαιρίτιδος Ath.Mech.36.9
fig. destapar, poner en acción ἐξάνοιγε μηχανὰς τὰς Σισύφου despliega las artimañas de Sísifo Ar.Ach.391.
2 en perf. med. estar abierto, estar despejado οἱ μὲν ὑψηλοὶ τῶν τόπων εἰσὶ ... εὐπνούστεροι ... διὰ τὸ πανταχόθεν ἐξανεῷχθαι los lugares más altos están más aireados al estar abiertos por todas partes Ath.Med. en Orib.9.12.1.

Greek Monolingual

και ξανοίγω (AM ἐξανοίγω, Μ και ξανοίγω)
νεοελλ.
1. βλέπω, διακρίνω, παρατηρώ
2. (για ατμοσφαιρ. κατάσταση) αιθριάζω, ξανοίγω
αρχ.-μσν.
ανοίγω, ανοίγω εντελώς («ἐξανοιγέσθωσαν τάφοι», Κων. Πορφ.)
αρχ.
παραλύω, αποσυνθέτω, εξουδετερώνω.