ἐπαγωνίζομαι: Difference between revisions
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
(T22) |
(12) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=to [[contend]]: τίνι, for a [[thing]], τῷ Ἀννιβα, [[against]] [[Hannibal]], [[Plutarch]], Fab. 23,2; ταῖς νικαις, added a [[new]] [[contest]] to his victories, id. Cim. 13,4; by others in [[different]] senses.) | |txtha=to [[contend]]: τίνι, for a [[thing]], τῷ Ἀννιβα, [[against]] [[Hannibal]], [[Plutarch]], Fab. 23,2; ταῖς νικαις, added a [[new]] [[contest]] to his victories, id. Cim. 13,4; by others in [[different]] senses.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπαγωνίζομαι]] (AM)<br />[[αγωνίζομαι]] για [[κάτι]], [[προσπαθώ]] («ἐπαγωνίζεσθαι τῇ [[ἅπαξ]] παραδοθείση τοῑς ἁγίοις πίστει», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγωνίζομαι]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> [[συνεχίζω]] την [[επίθεση]]<br /><b>3.</b> (με δοτ.) α) [[αγωνίζομαι]] υπό την [[επίδραση]] ενός γεγονότος<br />β) [[αγωνίζομαι]] για [[κάτι]]<br />γ) [[αγωνίζομαι]] μέσω κάποιου με [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[οπαδός]] κάποιου. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
A contend with, τινί Plu.Fab.23; continue to attack, Aeschin.Ep.2.2. 2 c. dat. rei, contend in, εὐνοίᾳ IG12(5).860.19 (Tenos); contend for, τῇ πίστει Ep.Jud.3: lay stress on, ἐ. τῷ λόγῳ Gal.14.246; τεκμηρίοις ἐ. Plu.Num.8; ἐ. τῇ λέξει τὰ ἰσοδυναμοῦντα παρατιθείς Aristid.Rh.1p.500S.: abs., S.E.M.3.93; exertoneself, IG22.1343.16. 3 contend again, in games, D.H.Rh.7.6. b speak after a person, follow him, Philostr.VS1.25.7; ἐ. τῷ λόγῳ Lib.Arg.D.22.
German (Pape)
[Seite 894] bei, für Etwas kämpfen, Sp.; τεκμηρίοις, mit Beweisen, Plut. Num. 8; – noch dazu kämpfen, Sext. Emp. adv. geom. 93; ταῖς νίκαις, zu den Siegen neuen Kampf hinzufügen, Plut. Cim. 13; τῷ Ἀννίβᾳ, wieder mit ihm kämpfen, Fab. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαγωνίζομαι: Ἀποθ., ἁμιλλῶμαι πρός τινα, ἐπαγωνιζόμενος τῷ Ἀννίβᾳ Πλουτ. Φάβ. 23, Φιλόστρ. 538. 2) μετὰ δοτ. πράγμ., ἀγωνίζομαι ὑπέρ τινος πράγματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 19, Ἐπιστολ. Ἰούδα, 3· ἀπολ., Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 3. 93: ― ἑτέροις ἔξωθεν... τεκμηρίοις, δυνάμει ἑτέρων ἔξωθεν τεκμηρίων, Πλουτ. Νουμ. 8.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπαγωνισάμην;
1 lutter en s’appuyant sur : ἐπ. τεκμηρίοις PLUT s’appuyer sur des témoignages pour soutenir une opinion;
2 lutter de nouveau : τινι contre qqn;
3 faire assaut de : ταῖς νίκαις PLUT faire assaut de victoires.
Étymologie: ἐπί, ἀγωνίζομαι.
English (Strong)
from ἐπί and ἀγωνίζομαι; to struggle for: earnestly contend for.
English (Thayer)
to contend: τίνι, for a thing, τῷ Ἀννιβα, against Hannibal, Plutarch, Fab. 23,2; ταῖς νικαις, added a new contest to his victories, id. Cim. 13,4; by others in different senses.)
Greek Monolingual
ἐπαγωνίζομαι (AM)
αγωνίζομαι για κάτι, προσπαθώ («ἐπαγωνίζεσθαι τῇ ἅπαξ παραδοθείση τοῑς ἁγίοις πίστει», ΚΔ)
αρχ.
1. αγωνίζομαι επί πλέον
2. συνεχίζω την επίθεση
3. (με δοτ.) α) αγωνίζομαι υπό την επίδραση ενός γεγονότος
β) αγωνίζομαι για κάτι
γ) αγωνίζομαι μέσω κάποιου με κάτι
4. είμαι οπαδός κάποιου.