ἐπαναστρέφω: Difference between revisions
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> se retourner sur <i>ou</i> vers, faire volte-face;<br /><b>2</b> faire volte-face pour résister;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπαναστρέφομαι;<br /><b>1</b> <i>m. sign.</i><br /><b>2</b> revenir à la surface en se retournant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀναστρέφω]]. | |btext=<b>1</b> se retourner sur <i>ou</i> vers, faire volte-face;<br /><b>2</b> faire volte-face pour résister;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπαναστρέφομαι;<br /><b>1</b> <i>m. sign.</i><br /><b>2</b> revenir à la surface en se retournant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀναστρέφω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Α [[ἐπαναστρέφω]]) [[στρέφω]]<br /><b>(αμτβ.)</b> [[επανέρχομαι]], [[γυρίζω]] [[πίσω]], [[επιστρέφω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στρέφω]] [[κάτι]] [[προς]] τα [[πίσω]], το [[ξαναγυρίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[ομιλία]]) [[επανέρχομαι]]<br /><b>2.</b> (για καιρό) έχω γυρίσματα, [[ξαναγυρίζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για ποταμό) [[επιστρέφω]], [[αλλάζω]] [[διεύθυνση]] της κοίτης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στρέφομαι για να επιτεθώ [[εναντίον]] κάποιου («χαλεπὸν oὖv [[ἔργον]] διαιρεῑν, [[ὅταν]] ὁ μὲν τείνη βιαίως, ό δ' ἐπαναστρέφειν δύνηται», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βγαίνω]] [[ξανά]] στην [[επιφάνεια]]<br /><b>3.</b> επιβάλλομαι, [[επιβαρύνω]] κάποιον. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
intr.,
A turn back upon one, wheel round and return to the charge, Ar.Ra.1102, Th.4.130, 8.105, X.HG6.2.21:—Pass., Ar. Eq.244, X.Eq.Mag.8.25; εἴς τι Porph.Marc.13. II Pass., return to the surface, Arist.Fr.335. III Pass., to be charged upon, τῇ ἐμῇ περιουσίᾳ PMasp.151.136 (vi A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναστρέφω: ἀμετάβ., στρέφομαι ἐναντίον τινός, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1102· ἐπανέρχομαι, ἐπαναστρέψας Θουκ. 4. 130· οὕτως ἐν τῷ παθ., στρέφομαι ὅπως τεθῶ κατά τινος, ἀλλ’ ἀμύνου κἀπαναστρέφου πάλιν Ἀριστοφ. Ἱππ. 244· ἐπαναστρεφομένοις τοῖς πολεμίοις ἐμπίπτειν Ξεν. Ἱππαρχ. 8, 25. ΙΙ. Παθητ., προσέτι, ἐπανέρχομαι εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 316.
French (Bailly abrégé)
1 se retourner sur ou vers, faire volte-face;
2 faire volte-face pour résister;
Moy. ἐπαναστρέφομαι;
1 m. sign.
2 revenir à la surface en se retournant.
Étymologie: ἐπί, ἀναστρέφω.
Greek Monolingual
(Α ἐπαναστρέφω) στρέφω
(αμτβ.) επανέρχομαι, γυρίζω πίσω, επιστρέφω
νεοελλ.
στρέφω κάτι προς τα πίσω, το ξαναγυρίζω
μσν.
1. (για ομιλία) επανέρχομαι
2. (για καιρό) έχω γυρίσματα, ξαναγυρίζω
αρχ.-μσν.
(για ποταμό) επιστρέφω, αλλάζω διεύθυνση της κοίτης
αρχ.
1. στρέφομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιου («χαλεπὸν oὖv ἔργον διαιρεῑν, ὅταν ὁ μὲν τείνη βιαίως, ό δ' ἐπαναστρέφειν δύνηται», Αριστοφ.)
2. βγαίνω ξανά στην επιφάνεια
3. επιβάλλομαι, επιβαρύνω κάποιον.