ἐπίγρυπος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />légèrement crochu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[γρυπός]].
|btext=ος, ον :<br />légèrement crochu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[γρυπός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίγρυπος]], -ον (AM)<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει [[κάπως]] γαμψή [[μύτη]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[μύτη]] ή [[ράμφος]]) [[κάπως]], αρκετά [[κυρτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[γρυπός]] «[[γαμψός]]»].
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίγρῡπος Medium diacritics: ἐπίγρυπος Low diacritics: επίγρυπος Capitals: ΕΠΙΓΡΥΠΟΣ
Transliteration A: epígrypos Transliteration B: epigrypos Transliteration C: epigrypos Beta Code: e)pi/grupos

English (LSJ)

ον,

   A somewhat hooked, of the beak of the ibis, Hdt.2.76; of the muzzle of the βοῦς ἄγριος, Arist.HA499a7; of horses and men, somewhat hook-nosed, Pl.Phdr.253d, Euthphr.2b, PPetr.3p.7, al. (iii B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 934] etwas eingebogen, πρόσωπον, vom Schnabel des Ibis, Her. 2, 76; bes. von der Nase, Plat. Euthyphr. 2 b Phaedr. 253 d u. Folgde, z. B. Arist. H. A. 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίγρῡπος: -ον, ὀλίγον γρυπός, κυρτός, περὶ τοῦ ῥάμφους τῆς ἴβιδος, Ἡρόδ. 2. 76· περὶ τοῦ ἀγρίου βοός, ἐπίγρυποι (οἱ ἄγριοι βόες) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 22· ἐπὶ ἀνθρώπων, οὐ πάνυ εὐγένειον ἐπίγρυπον δὲ Πλάτ. Εὐθύφρ. 2Β, Φαῖδρ. 253D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
légèrement crochu.
Étymologie: ἐπί, γρυπός.

Greek Monolingual

ἐπίγρυπος, -ον (AM)
(για πρόσ.) αυτός που έχει κάπως γαμψή μύτη
αρχ.
(για μύτη ή ράμφος) κάπως, αρκετά κυρτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γρυπός «γαμψός»].