ἐπιλάμπω: Difference between revisions
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
(eksahir) |
(13) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[brillar]], [[resplandecer]] | |esgtx=[[brillar]], [[resplandecer]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιλάμπω]] (Α) [[λάμπω]]<br /><b>1.</b> [[φωτίζω]], [[φέγγω]] («...ἡμέρη ἐπέλαμψε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για άνδρες με υψηλή [[αποστολή]]) [[ξεχωρίζω]]<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[φωτίζω]], [[κάνω]] φωτεινό («μόχθοι νεότατ’ ἐπέλαμψαν μυρίοι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[λάμπω]] [[επάνω]] σε [[κάτι]] («λόφῳ ἐπελάμπετο [[πήληξ]]» — έλαμπε η [[περικεφαλαία]] με το [[λοφίο]] [[επάνω]] της, Απολλ. Ρόδ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:11, 29 September 2017
English (LSJ)
A shine after or thereupon, ἠέλιος δ' ἐπέλαμψε thereupon the sun shone forth, Il.17.650; of the moon, h.Merc.141, Plu.2.044d, etc.; ὥς σφι ἡμέρη ἐπέλαμψε Hdt.8.14, cf. 3.135; ἡμέρης ἐπιλαμψάσης when day had fully come, Id.7.13; also ἔαρος ἐπιλάμψαντος Id.8.130. 2. shine upon (a place), abs., Hp.Aër.6, X.Cyn.8.1: c.dat., φλόγες ἐ. ἄκροις τοῖς κέρασι Plu.Fab.6; ὁ ἥλιος ἐπέλαμπε τῷ ἔργῳ Id.Arat.22, cf. Theo Sm.p.121H.: metaph., οὔριος . . ἐπίλαμψον ἐμῷ ἔρωτι, Κύπρι AP5.16 (Gaet.); τοῖς ἀπελπίζουσιν ἐ. bring them new light; OGI194.20 (Egypt, i B.C.), cf. ib.669.7 (ibid., i A.D.). II. trans., make to shine, μόχθοι νεότατ' ἐπέλαμψαν μυρίοι (so L.Dind. for μυρίοις) Pi.Fr.172 (dub. l.); τὸ ἀγαθὸν πᾶσιν ἐ. τοῖς νοητοῖς ἀλήθειαν Plot.4.7.10:—Pass., shine upon, λόφῳ -ελάμπετο πήληξ A.R.2.920. 2. illumine, κολώνας ib.164.
German (Pape)
[Seite 956] dabei, darüber glänzen, leuchten, ἠέλιος ἐπέλαμψεν Il. 17, 650, die Sonne leuchtete wieder, nach dem vorangegangenen Nebel; vom Monde, H. h. Merc. 141; ὥς σφι ἐπέλαμψε ἡμέρα, als der Tag über ihnen angebrochen war, Her. 8, 14; ἔαρος ἐπιλάμψαντος, bei Anbruch des Frühlings, 8, 130 u. Sp.; ὁ ἥλιος ἐπέλαμψε τῷ ἔργῳ, ging über, während der Arbeit auf, Plut. Arat. 22; ἐὰν ὁ ἥλιος ἐπιλάμπῃ, wenn die Sonne darauf scheint, Xen. Cyn. 8, 1; αἱ φλόγες ἄκροις ἐπιλάμπουσαι τοῖς κέρασι Plut. Fab. M. 6, leuchteten auf den Hörnern; τοῖς οἴαξιν Lys. 12; vgl. σωτῆρες ἐν πολέμοις ἐπιλάμπουσιν fac. orb. lun. 30; Gaet. 1 (V, 17) sagt οὔριος ἐπίλαμψον ἐμῷ ἔρωτι καὶ ἱστῷ, Κύπρι, mit einem doppelten Bilde, gieb günstigen Fahrwind; – ἐπέλαμψε παρὰ τοῖς Ἕλλησιν ὁ χρυσός, das Gold fing an zu glänzen, es wurde bekannt, Ath. VI, 231 d. – Sp. auch trans., bescheinen, κολώνας Ap. Rh. 2, 164; pass. darin erglänzen, 2, 920; – τὸν ἥλιον ἐπὶ πάντας, die Sonne leuchten lassen, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλάμπω: λάμπω μετά τι, ἢ εὐθύς ἔπειτα, ἠέλιος δ’ ἐπέλαμψε Ἰλ. P. 650· οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς σελήνης, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 141, Πλουτ. Λύσ. 12, Φάβ. 6. Ἄρατος 21, Αἰμίλ. 17· ὥς σφι ἡμέρη ἐπέλαμψε Ἡρόδ. 8. 14, πρβλ. 3. 135· ἐπιλαμψάσης ἡμέρης, ὅτε ἔλαμψεν ἡ ἡμέρα, ὁ αὐτ. 7. 13· οὕτως, ἔαρος ἐπιλάμψαντος ὁ αὐτ. 8. 130. 2) λάμπω ἐπάνω εἴς τι μέρος, ἐπὶ τόπου, ἀπολύτ., ὁ γὰρ ἥλιος πρὶν ἄνω ἀρθῆναι οὐκ ἐπιλάμπει Ἱππ. π. Ἀέρ. 283· ἐὰν δὲ νότιόν τε ᾖ καὶ ἥλιος ἐπιλάμπῃ Ξεν. Κυν. 8, 1· μετὰ δοτ., λάμπω ἐπί τινι, αἱ φλόγες ἄκροις ἐπιλάμπουσαι τοῖς κέρασι Πλουτ. Φάβ. 6· ὁ ἥλιος αὐτοῖς ἐπέλαμψε τῷ ἔργῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀράτῳ 22: - μεταφ., οὔριος... ἐπίλαμψον ἐμῷ ἔρωτι, Κύπρι Ἀνθ. Π. 5. 17· τοῖς ἀπελπίζουσιν ἐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4717. 20 ΙΙ. μεταβ., οὐ Πηλέος ἀντιθέου μόχθοι νεότατ’ ἐπέλαμψαν μυρίοις; (κατὰ Δινδ. μυρίοι) Πινδ. Ἀποσπ. 158: - Παθ., ἀμφὶ δὲ καλὴ τετράφαλος φοίνικι λόφῳ ἐπελάμπετο πήληξ Ἀπολλ. Ρόδ. B. 920. 2) πληρῶ τι φωτός, φωτίζω, ἦμος ἠέλιος δροσερὰς ἐπέλαμψε κολώνας αὐτόθι 164.
French (Bailly abrégé)
1 briller sur;
2 briller de nouveau.
Étymologie: ἐπί, λάμπω.
English (Autenrieth)
aor. ἐπέλαμψε: shine in, Il. 17.650†.
English (Slater)
ἐπῐλάμπω
1 be brilliant met. Πηλέος ἀντιθέου μόχθοις νεότας ἐπέλαμψεν μυρίοις fr. 172. 2.
Spanish
Greek Monolingual
ἐπιλάμπω (Α) λάμπω
1. φωτίζω, φέγγω («...ἡμέρη ἐπέλαμψε», Ηρόδ.)
2. (για άνδρες με υψηλή αποστολή) ξεχωρίζω
3. (μτβ.) φωτίζω, κάνω φωτεινό («μόχθοι νεότατ’ ἐπέλαμψαν μυρίοι», Πίνδ.)
4. λάμπω επάνω σε κάτι («λόφῳ ἐπελάμπετο πήληξ» — έλαμπε η περικεφαλαία με το λοφίο επάνω της, Απολλ. Ρόδ.).