ἐπιστατικός: Difference between revisions

13
(6_10)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιστᾰτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς τὸ ἐπιστατεῖν, ἡ ἐπιστατικὴ (ἐξυπακ. [[ἐπιστήμη]]), Πλάτ. Πολιτικ. 292Β, 308Ε. ΙΙ. [[ἑδραῖος]], [[ἀμετακίνητος]], Διογ. Λ. 7. 45. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἀμετακινήτως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 84 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[ἐπισταδόν]]· ἐπιμελῶς, [[μετὰ]] προσοχῆς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 182.
|lstext='''ἐπιστᾰτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς τὸ ἐπιστατεῖν, ἡ ἐπιστατικὴ (ἐξυπακ. [[ἐπιστήμη]]), Πλάτ. Πολιτικ. 292Β, 308Ε. ΙΙ. [[ἑδραῖος]], [[ἀμετακίνητος]], Διογ. Λ. 7. 45. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἀμετακινήτως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 84 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[ἐπισταδόν]]· ἐπιμελῶς, [[μετὰ]] προσοχῆς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 182.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιστατικός]], -ή, -όν) [[επιστάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[επιστατικός]] [[κληρονομικός]] [[χαρακτήρας]]» — τα γονίδια που επικρατούν [[έναντι]] τών άλλων και δίνουν στον οργανισμό τις ιδιότητές τους<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να επιστατεί<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιστατικόν</i><br />η συστατική [[επιστολή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στερεός]], [[αμετακίνητος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἐπιστατική</i><br />η [[τέχνη]] να επιστατεί [[κανείς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιστατικῶς</i><br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σταθερά]], αμετακίνητα<br /><b>2.</b> προσεκτικά, με [[επιμέλεια]].
}}
}}