ἐπίφρων: Difference between revisions

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source
(Autenrieth)
(14)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[thoughtful]], [[sagacious]], [[discreet]]; [[βουλή]], [[μῆτις]], γ 12, Od. 19.326. (Od.)
|auten=[[thoughtful]], [[sagacious]], [[discreet]]; [[βουλή]], [[μῆτις]], γ 12, Od. 19.326. (Od.)
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίφρων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[φρόνιμος]], [[συνετός]] (α. «οἵ τε δύνανται ἄφρονα ποιῆσαι καὶ ἐπίφρονά περ μάλ’ ἐόντα», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «δάμναται [ὁ Ἔρως] ἐν στήθεσσι νόον καὶ ἐπίφρονα βουλήν», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρην]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>φρων</i>, <i>εΰ</i>-<i>φρων</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίφρων Medium diacritics: ἐπίφρων Low diacritics: επίφρων Capitals: ΕΠΙΦΡΩΝ
Transliteration A: epíphrōn Transliteration B: epiphrōn Transliteration C: epifron Beta Code: e)pi/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φρήν)

   A thoughtful, οἵ τε δύνανται ἄφρονα ποιῆσαι..ἐπίφρονα to make the thoughtful thoughtless, Od.23.12 ; αἰχμητὴν..καὶ ἐπίφρονα βουλήν sage in counsel, 16.242 ; ἐ. Αὐγείαο Theoc.25.29 ; also ἐ. βουλή Od.3.128, Hes.Th.122 ; ἐ. μῆτις Od.19.326, B.15.25. —Ep. and Lyr., never in Il.

German (Pape)

[Seite 1001] ον, verständig, bedachtsam, klug (ᾡ ἔπι φρένες), Od. 23, 12, von Menschen, wie 16, 242, χεῖράς τ' αἰχμητὴν ἔμεναι καὶ ἐπίφρονα βουλήν, klug an Rath; νόῳ καὶ ἐπίφρονι βουλῇ 3, 128, μῆτις 19, 326; Hes. Th. 122 u. öfter, u. sp. D., wie Theocr. 25, 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίφρων: -ον, (φρὴν) φρόνιμος, συνετός, οἵ τε (οἱ θεοὶ) δύνανται ἄφρονα ποιῆσαι καὶ ἐπίφρονά περ’ μάλ’ ἐόντα Ὀδ. Ψ. 12· αἰχμητήν... καὶ ἐπίφρονα βουλήν, συνετὸν ἐν βουλῇ, ΙΙ. 242· ὡσαύτως, βουλή, μῆτις ἐπίφρων Γ. 128, Τ. 326, Ἡσ., (ἀλλ’ οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ.). Λέξις Ἐπικὴ ἀπαντῶσα καὶ παρὰ Βακχυλ. 16. 25 (ἔκδ. Kenyon)· πρβλ. εὔφρων.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
prudent, sage.
Étymologie: ἐπί, φρήν.

English (Autenrieth)

thoughtful, sagacious, discreet; βουλή, μῆτις, γ 12, Od. 19.326. (Od.)

Greek Monolingual

ἐπίφρων, -ον (Α)
1. φρόνιμος, συνετός (α. «οἵ τε δύνανται ἄφρονα ποιῆσαι καὶ ἐπίφρονά περ μάλ’ ἐόντα», Ομ. Οδ.
β. «δάμναται [ὁ Ἔρως] ἐν στήθεσσι νόον καὶ ἐπίφρονα βουλήν», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -φρων (< φρην), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ά-φρων, εΰ-φρων)].