ἑτεροδοξία: Difference between revisions
Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund
(6_11) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑτεροδοξία''': ἡ, τὸ ὑπολαμβάνειν ἓν [[πρᾶγμα]] ἀντὶ ἑτέρου, [[πλάνη]] γνώμης (πρβλ. ἀλλοδοξία), Πλάτ. Θεαίτ. 193D. ― Παρὰ τοῖς Ἐκκλ. τὸ νὰ εἶναί τις [[ἑτερόδοξος]], [[αἱρετικός]], Ἰγνάτ. 669Α, Εὐσέβ. 2.708Β, Ἀθαν. 1. 469C, 549B, Ἐπιφάν. Ι. 173Α, 180C. | |lstext='''ἑτεροδοξία''': ἡ, τὸ ὑπολαμβάνειν ἓν [[πρᾶγμα]] ἀντὶ ἑτέρου, [[πλάνη]] γνώμης (πρβλ. ἀλλοδοξία), Πλάτ. Θεαίτ. 193D. ― Παρὰ τοῖς Ἐκκλ. τὸ νὰ εἶναί τις [[ἑτερόδοξος]], [[αἱρετικός]], Ἰγνάτ. 669Α, Εὐσέβ. 2.708Β, Ἀθαν. 1. 469C, 549B, Ἐπιφάν. Ι. 173Α, 180C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[ἑτεροδοξία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για χριστιανούς) το να ανήκει [[κανείς]] σε [[άλλη]] Εκκλησία, να πρεσβεύει [[άλλο]] [[δόγμα]] από αυτό που επικρατεί στη [[χώρα]] όπου διαμένει<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> εσφαλμένη [[άποψη]], πεπλανημένη [[γνώμη]]<br /><b>2.</b> [[διαφορά]] γνώμης [[μεταξύ]] δύο ή περισσοτέρων<br />(μσν. το να [[είναι]] [[κάποιος]] [[αιρετικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αρχ. και μσν. τ. [[ετεροδοξία]] <span style="color: red;"><</span> [[ετερόδοξος]], ενώ ο νεοελλ. τ. αποτελεί αντιδάνειο<br /><b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>heterodoxy</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξία</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A a taking one thing for another, error of opinion, Pl.Tht.193d. 2 difference of opinion, Ph.Fr.72 H. (pl.).
German (Pape)
[Seite 1048] ἡ, verschiedene, bes. irrige Meinung, Plat. Theaet. 193 d u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροδοξία: ἡ, τὸ ὑπολαμβάνειν ἓν πρᾶγμα ἀντὶ ἑτέρου, πλάνη γνώμης (πρβλ. ἀλλοδοξία), Πλάτ. Θεαίτ. 193D. ― Παρὰ τοῖς Ἐκκλ. τὸ νὰ εἶναί τις ἑτερόδοξος, αἱρετικός, Ἰγνάτ. 669Α, Εὐσέβ. 2.708Β, Ἀθαν. 1. 469C, 549B, Ἐπιφάν. Ι. 173Α, 180C.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἑτεροδοξία)
νεοελλ.
(για χριστιανούς) το να ανήκει κανείς σε άλλη Εκκλησία, να πρεσβεύει άλλο δόγμα από αυτό που επικρατεί στη χώρα όπου διαμένει
αρχ.-μσν.
1. εσφαλμένη άποψη, πεπλανημένη γνώμη
2. διαφορά γνώμης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων
(μσν. το να είναι κάποιος αιρετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. και μσν. τ. ετεροδοξία < ετερόδοξος, ενώ ο νεοελλ. τ. αποτελεί αντιδάνειο
πρβλ. αγγλ. heterodoxy (πρβλ. ετερο- + -δοξία)].