ἐρισθενής: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(Autenrieth) |
(14) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=έος ([[σθένος]]): [[most]] [[mighty]], [[all]]-[[powerful]], epith. of [[Zeus]], Il. 19.355, Od. 8.289. | |auten=έος ([[σθένος]]): [[most]] [[mighty]], [[all]]-[[powerful]], epith. of [[Zeus]], Il. 19.355, Od. 8.289. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐρισθενής]], -ές (Α)<br />(για τον Δία) πολύ [[ισχυρός]], [[μεγαλοδύναμος]] («[[Διός]] εὔχετ’ ἐρισθενέος πάις [[εἶναι]]» — καυχιέται ότι [[είναι]] [[γιος]] του μεγαλοδύναμου Δία, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />[[επίσης]] για τον Ποσειδώνα, για τις Ερινύες, για ανθρώπους και για πράγματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐρισθενέως</i><br />πολύ ισχυρά, με [[μεγάλη]] [[δύναμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -[[σθενής]] (<span style="color: red;"><</span> [[σθένος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A very mighty, epith. of Zeus, Il.13.54, Od.8.289, Hes. Th.4, etc.; also of Poseidon, Id.Cat.Oxy.1358 Fr.2.27 ; of men, A.R.1.41, etc.; of the Furies, Orph.H.69.7 ; ἐ. ἕρμα πόληος Epigr.Gr.452.11 (Syria); ἐ. θέμεθλα AP9.808.6 (Cyrus).
German (Pape)
[Seite 1030] ές, sehr stark, sehr gewaltig, Beiwort des Zeus, Il. 23, 54 u. öfter; Hes. Th. 4 O. 414; Ἀλκμανιδᾶν γενεά Pind. P. 7, 2; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 41. 543.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρισθενής: -ές, μεγαλοσθενής, μεγαλοδύναμος, ἐπίθ. τοῦ Διός, Ἰλ. Ν. 54, Ὀδ. Θ. 289, Ἡσ. Θ. 4, κτλ.· ἐπὶ ἀνδρῶν, Πινδ. Π 7. 2· ἐρισθενέων Λαπιθάων Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 41, ἐρισθενέων μένει ἀνδρῶν αὐτόθι 543· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Ὀρφεύς· ἐρισθενέεσι θεμέθλοις Ἀνθολ. Π. 9. 800. Ἐπίρρ. -έως, Μάξιμ. π. καταρχ. 540.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très fort, très puissant.
Étymologie: ἐρι-, σθένος.
English (Autenrieth)
έος (σθένος): most mighty, all-powerful, epith. of Zeus, Il. 19.355, Od. 8.289.
Greek Monolingual
ἐρισθενής, -ές (Α)
(για τον Δία) πολύ ισχυρός, μεγαλοδύναμος («Διός εὔχετ’ ἐρισθενέος πάις εἶναι» — καυχιέται ότι είναι γιος του μεγαλοδύναμου Δία, Ομ. Ιλ.)
επίσης για τον Ποσειδώνα, για τις Ερινύες, για ανθρώπους και για πράγματα.
επίρρ...
ἐρισθενέως
πολύ ισχυρά, με μεγάλη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -σθενής (< σθένος)].