ἐρισθενής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
(Autenrieth)
(14)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=έος ([[σθένος]]): [[most]] [[mighty]], [[all]]-[[powerful]], epith. of [[Zeus]], Il. 19.355, Od. 8.289.
|auten=έος ([[σθένος]]): [[most]] [[mighty]], [[all]]-[[powerful]], epith. of [[Zeus]], Il. 19.355, Od. 8.289.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐρισθενής]], -ές (Α)<br />(για τον Δία) πολύ [[ισχυρός]], [[μεγαλοδύναμος]] («[[Διός]] εὔχετ’ ἐρισθενέος πάις [[εἶναι]]» — καυχιέται ότι [[είναι]] [[γιος]] του μεγαλοδύναμου Δία, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />[[επίσης]] για τον Ποσειδώνα, για τις Ερινύες, για ανθρώπους και για πράγματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐρισθενέως</i><br />πολύ ισχυρά, με [[μεγάλη]] [[δύναμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -[[σθενής]] (<span style="color: red;"><</span> [[σθένος]])].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρισθενής Medium diacritics: ἐρισθενής Low diacritics: ερισθενής Capitals: ΕΡΙΣΘΕΝΗΣ
Transliteration A: eristhenḗs Transliteration B: eristhenēs Transliteration C: eristhenis Beta Code: e)risqenh/s

English (LSJ)

ές,

   A very mighty, epith. of Zeus, Il.13.54, Od.8.289, Hes. Th.4, etc.; also of Poseidon, Id.Cat.Oxy.1358 Fr.2.27 ; of men, A.R.1.41, etc.; of the Furies, Orph.H.69.7 ; ἐ. ἕρμα πόληος Epigr.Gr.452.11 (Syria); ἐ. θέμεθλα AP9.808.6 (Cyrus).

German (Pape)

[Seite 1030] ές, sehr stark, sehr gewaltig, Beiwort des Zeus, Il. 23, 54 u. öfter; Hes. Th. 4 O. 414; Ἀλκμανιδᾶν γενεά Pind. P. 7, 2; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 41. 543.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρισθενής: -ές, μεγαλοσθενής, μεγαλοδύναμος, ἐπίθ. τοῦ Διός, Ἰλ. Ν. 54, Ὀδ. Θ. 289, Ἡσ. Θ. 4, κτλ.· ἐπὶ ἀνδρῶν, Πινδ. Π 7. 2· ἐρισθενέων Λαπιθάων Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 41, ἐρισθενέων μένει ἀνδρῶν αὐτόθι 543· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Ὀρφεύς· ἐρισθενέεσι θεμέθλοις Ἀνθολ. Π. 9. 800. Ἐπίρρ. -έως, Μάξιμ. π. καταρχ. 540.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très fort, très puissant.
Étymologie: ἐρι-, σθένος.

English (Autenrieth)

έος (σθένος): most mighty, all-powerful, epith. of Zeus, Il. 19.355, Od. 8.289.

Greek Monolingual

ἐρισθενής, -ές (Α)
(για τον Δία) πολύ ισχυρός, μεγαλοδύναμοςΔιός εὔχετ’ ἐρισθενέος πάις εἶναι» — καυχιέται ότι είναι γιος του μεγαλοδύναμου Δία, Ομ. Ιλ.)
επίσης για τον Ποσειδώνα, για τις Ερινύες, για ανθρώπους και για πράγματα.
επίρρ...
ἐρισθενέως
πολύ ισχυρά, με μεγάλη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -σθενής (< σθένος)].