εὐόφθαλμος: Difference between revisions
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a de beaux yeux;<br /><b>2</b> qui a de bons yeux;<br /><i>Cp.</i> εὐοφθαλμότερος, <i>Sp.</i> εὐοφθαλμότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὀφθαλμός]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a de beaux yeux;<br /><b>2</b> qui a de bons yeux;<br /><i>Cp.</i> εὐοφθαλμότερος, <i>Sp.</i> εὐοφθαλμότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὀφθαλμός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐόφθαλμος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει ωραία μάτια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει οξύ [[βλέμμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[ευχάριστος]] στο [[βλέμμα]] των άλλων, που έχει ευχάριστη θέα, ο καλοκοίταχτος<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται με άγρυπνα μάτια («[[εὐόφθαλμος]] [[ψαλμωδία]]»)<br /><b>4.</b> (μτφ. για λόγο, [[δοξασία]], [[θεωρία]], [[γνώμη]]) α) [[ευπρόσωπος]]<br />β) <b>συνεκδ.</b> [[πιθανός]], [[ευλογοφανής]] («εὐόφθαλμον ἀκοῡσαι μόνον», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐοφθάλμως</i> (ΑΜ)<br />με [[ευπρέπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[οφθαλμός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with beautiful eyes, X.Cyr.8.1.41 (Comp.), BGU 316.14 (iv A.D.). 2 keen-eyed, X.Smp.5.5 (Sup.). II pleasing to the eye, Aristox.Fr.Hist.15, Cat.Cod.Astr.8(4).240: metaph., fair only to the eye, specious, εὐόφθαλμον ἀκοῦσαι μόνον Arist.Pol.1268b24. Adv. -μως Antipho Fr.59.
German (Pape)
[Seite 1085] mit guten, schönen Augen, compar., Xen. Cyr. 8, 1, 41; καρκίνον εὐοφθαλμότατον εἶναι τῶν ζῴων Conv. 5, 5; – gut für's Auge, dem Auge wohlthuend, Ath. XII, 545 e u. Sp.; übertr. εὐόφθαλμον ἀκοῦσαι, was sich wohl hören läßt, Arist. pol. 2, 8 M. – Das adv. εὐοφθάλμως citirt Harpocr. 13, 15 aus Antiph. u. erkl. εὐπρεπῶς.
Greek (Liddell-Scott)
εὐόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων ὡραίους ὀφθαλμούς, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 41. 2) ὁ ἔχων ὀξεῖαν ὅρασιν, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 55. ΙΙ. εὐάρεστος εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, Ἀθήν. 545Ε: - μόνον εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀρεστός, κατὰ τὰ φαινόμενον καλός, εὐλογοφανής, εὐόφθαλμον ἀκοῦσαι Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 18, 16· πρβλ. εὐπρόσωπος. - Ἐπίρρ. -μως, «εὐοφθάλμως: ἀντὶ τοῦ εὐπρεπῶς, Ἀντιφῶν ἐν τῷ περὶ ταῶν» Ἁρποκρ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a de beaux yeux;
2 qui a de bons yeux;
Cp. εὐοφθαλμότερος, Sp. εὐοφθαλμότατος.
Étymologie: εὖ, ὀφθαλμός.
Greek Monolingual
εὐόφθαλμος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει ωραία μάτια
αρχ.
1. αυτός που έχει οξύ βλέμμα
2. αυτός που είναι ευχάριστος στο βλέμμα των άλλων, που έχει ευχάριστη θέα, ο καλοκοίταχτος
3. αυτός που γίνεται με άγρυπνα μάτια («εὐόφθαλμος ψαλμωδία»)
4. (μτφ. για λόγο, δοξασία, θεωρία, γνώμη) α) ευπρόσωπος
β) συνεκδ. πιθανός, ευλογοφανής («εὐόφθαλμον ἀκοῡσαι μόνον», Αριστοτ.).
επίρρ...
εὐοφθάλμως (ΑΜ)
με ευπρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οφθαλμός].