εὔρωστος: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fort, robuste, vigoureux;<br /><i>Cp.</i> εὐρωστότερος, <i>Sp.</i> εὐρωστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ῥώννυμι]].
|btext=ος, ον :<br />fort, robuste, vigoureux;<br /><i>Cp.</i> εὐρωστότερος, <i>Sp.</i> εὐρωστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ῥώννυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔρωστος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[ρωμαλέος]] («[[εὔρωστος]] τὸ [[σῶμα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ψυχικό]] [[σθένος]] («[[εὔρωστος]] τὰς ψυχάς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανθηρός]], σε καλή [[κατάσταση]] («εύρωστη [[οικονομία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ρωστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρώννυμι]] «[[δυναμώνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>ρρωστος</i>, [[ταχύ]]-<i>ρρωστος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔρωστος Medium diacritics: εὔρωστος Low diacritics: εύρωστος Capitals: ΕΥΡΩΣΤΟΣ
Transliteration A: eúrōstos Transliteration B: eurōstos Transliteration C: eyrostos Beta Code: eu)/rwstos

English (LSJ)

ον, (ῥώννυμι)

   A stout, strong, ἱππεῖς X.HG4.3.6, cf.Aen. Tact.1.7, PCair.Zen.56.1 (iii B.C.), etc.; στόμα Arist.HA617b3; εὔρωστος τὸ σῶμα X. HG6.1.6; τῷ σώματι Isoc.15.116 (Sup.); τὰς ψυχάς Arist.Phgn.810a25. Adv. -τως X.Ages.2.24; εὐ. τὸν βίον διάξετε Antiph.1 D.

German (Pape)

[Seite 1096] wohl bei Kräften, gesund u. stark, Hippocr.; Xen. Hell. 4, 3, 6; τὸ σῶμα 6, 1, 6; τῷ σώματι Isocr. – Adv., Xen. Ag. 2, 24.

Greek (Liddell-Scott)

εὔρωστος: -ον, (ῥώννυμι) ὑγιής, ἰσχυρός, ῥωμαλέος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 6· εὔρωστος τὸ σῶμα αὐτόθι 6. 1. 6· τῷ σώματι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 123· τὴν ψυχὴν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 4. ― Ἐπίρρ. -τως, Ξεν. Ἀγησ. 2. 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fort, robuste, vigoureux;
Cp. εὐρωστότερος, Sp. εὐρωστότατος.
Étymologie: εὖ, ῥώννυμι.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔρωστος, -ον)
1. ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέοςεὔρωστος τὸ σῶμα», Ξεν.)
2. αυτός που έχει ψυχικό σθένοςεὔρωστος τὰς ψυχάς», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ανθηρός, σε καλή κατάσταση («εύρωστη οικονομία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ρωστος (< ρώννυμι «δυναμώνω»), πρβλ. ά-ρρωστος, ταχύ-ρρωστος].