ζεύγλη: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(Autenrieth) |
(16) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[yoke]]-[[cushion]], [[between]] [[neck]] and [[yoke]]. (Il.) (See [[cut]] No. 72, [[also]] 45, [[letter]] d.) | |auten=[[yoke]]-[[cushion]], [[between]] [[neck]] and [[yoke]]. (Il.) (See [[cut]] No. 72, [[also]] 45, [[letter]] d.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ζεύγλα]] και [[ζεύλα]], η (AM [[ζεύγλη]], Α ποιητ. τ. ζεῡγλα)<br />(για υποζύγια) καμπύλο [[μέρος]] του ζυγού στο οποίο μπαίνει ο [[τράχηλος]] του ζώου («[[χαίτη]] ζεύγλης ἐξεριποῡσα παρὰ [[ζυγόν]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καθεμιά από τις σιδερένιες ράβδους που τοποθετούνται στα [[άκρα]] του ζυγού ώστε να μην εξέρχονται από αυτόν οι τράχηλοι τών ζώων<br /><b>2.</b> [[υποτέλεια]], [[ζυγός]] δουλείας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[αφοσίωση]] στον θεό<br /><b>2.</b> ο ευλογημένος [[δεσμός]] του γάμου<br /><b>3.</b> η [[ιερωσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[ζεύγος]], το [[ζευγάρι]]<br /><b>2.</b> ο [[ιμάντας]] που στερεώνει τα πηδάλια («πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρακαθίετο», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]] (<b>βλ.</b> και [[ζεύγος]]). Από τον τ. [[ζεύγλα]], με [[απλοποίηση]] του συμφων. συμπλέγματος -<i>γλ</i>- σε -<i>βλ</i>-, προήλθε ο τ. [[ζεύλα]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A loop attached to the yoke (ζυγόν), through which the beasts' heads were put, χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγόν Il.17.440; ἔζευξα . . ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα A.Pr.463; ὑποδύντες ὑπὸ τὴν ζ. Hdt.1.31; βόας ζεύγλᾳ πέλασσεν Pi.P.4.227; ὑπάγειν τοὺς ἵππους τῇ ζ. Luc.DMar.6.2. 2 = ζεῦγος 1.1, BGU1507 (iii B.C.).—Not found in good Att. Prose. II cross-bar of the double rudder, E.Hel.1536.
German (Pape)
[Seite 1137] ἡ, das Joch, bes. der Theil des ζυγόν, der den Nacken des Zugthieres umgiebt, dah. ein ζυγόν zwei ζεῦγλαι hat, Il. 19, 406; Pind. P. 4, 227; κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα Aesch. Prom. 461; ὑποδύντες ὑπὸ τὴν ζ. Her. 1, 31; Sp. – Bei Eur. Hel. 1552, πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρακαθίετο, ist es der Riemen, mit dem das Steuer festgebunden wurde.
Greek (Liddell-Scott)
ζεύγλη: ἡ, τὸ καμπύλον μέρος τοῦ ζυγοῦ, εἰς ὅ ἐμβαίνει ὁ τράχηλος τοῦ ζῴου, ὥστε ὁ ζυγὸς εἶχε δύο ζεύγλας, πρβλ. Ἰλ. Ρ. 439, Τ. 406 (ἔνθα ἡ χαίτη τοῦ ἵππου περιγράφεται ὡς ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγόν)· ἔζευξα... ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα Αἰσχύλ. Πρ. 463· ὑποδῦναι ὑπὸ τὴν ζ. Ἡρόδ. 1. 31· βόας πελάζειν ζεύγλα Πίνδ. Π. 4. 404· ὑπάγειν τοὺς ἵππους τῇ ζ. Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 6. 2.- Δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. πεζογρ. ΙΙ. ἱμὰς ἢ ξύλον συνάπτον τὰ δύο πηδάλια, ἴδε ἐν λ. πηδάλιον.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
partie du joug où s’emboîte le cou de l’animal.
Étymologie: ζεύγνυμι.
English (Autenrieth)
yoke-cushion, between neck and yoke. (Il.) (See cut No. 72, also 45, letter d.)
Greek Monolingual
και ζεύγλα και ζεύλα, η (AM ζεύγλη, Α ποιητ. τ. ζεῡγλα)
(για υποζύγια) καμπύλο μέρος του ζυγού στο οποίο μπαίνει ο τράχηλος του ζώου («χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῡσα παρὰ ζυγόν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. καθεμιά από τις σιδερένιες ράβδους που τοποθετούνται στα άκρα του ζυγού ώστε να μην εξέρχονται από αυτόν οι τράχηλοι τών ζώων
2. υποτέλεια, ζυγός δουλείας
μσν.-αρχ.
1. η αφοσίωση στον θεό
2. ο ευλογημένος δεσμός του γάμου
3. η ιερωσύνη
αρχ.
1. το ζεύγος, το ζευγάρι
2. ο ιμάντας που στερεώνει τα πηδάλια («πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρακαθίετο», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγνυμι (βλ. και ζεύγος). Από τον τ. ζεύγλα, με απλοποίηση του συμφων. συμπλέγματος -γλ- σε -βλ-, προήλθε ο τ. ζεύλα].