ἡμιέργαστος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(6_16) |
(16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμιέργαστος''': -ον, = [[ἡμίεργος]], ὗλαι Γαλην. Δογμ. Ἱππ. 1, 527 (Müller). | |lstext='''ἡμιέργαστος''': -ον, = [[ἡμίεργος]], ὗλαι Γαλην. Δογμ. Ἱππ. 1, 527 (Müller). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡμιέργαστος]], -ον (Α)<br />κατειργασμένος [[κατά]] το ήμισυ, [[ημιτελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>έργαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εργάζομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>επ</i>-<i>εξ</i>-<i>έργαστος</i>, <i>α</i>-<i>κατ</i>-<i>έργαστος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A half-wrought, half-completed, ὕλη Gal.5.538:—also ἡμι-εργής, ές, Luc.Astr.5, and ἡμί-εργος, ον, ἔμβρυον Hp.Mul.1.78; [αἷμα] Gal.5.535; of buildings, IG12.372.5; τεῖχος ἡ. μετῆκε Hdt.4.124, cf. Th.7.2, J.AJ14.16.2, Plu.2.841d.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιέργαστος: -ον, = ἡμίεργος, ὗλαι Γαλην. Δογμ. Ἱππ. 1, 527 (Müller).
Greek Monolingual
ἡμιέργαστος, -ον (Α)
κατειργασμένος κατά το ήμισυ, ημιτελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -έργαστος (< εργάζομαι), πρβλ. αν-επ-εξ-έργαστος, α-κατ-έργαστος].