θέορτος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(SL_1)
(17)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[θέορτος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> sprung [[from]] the gods Μοῖρ' θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ [[ἐπί]] τι καὶ πῆμ [[ἄγει]] (O. 2.36)
|sltr=[[θέορτος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> sprung [[from]] the gods Μοῖρ' θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ [[ἐπί]] τι καὶ πῆμ [[ἄγει]] (O. 2.36)
}}
{{grml
|mltxt=[[θέορτος]], -ον (Α)<br />αυτός που πηγάζει από τους θεούς, ο [[θεόσταλτος]] («[[θέορτος]] [[ὄλβος]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θε</i>- (<b>βλ.</b> <i>θεο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>ορτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όρνυμαι</i> «[[πηγάζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κονι</i>-[[ορτός]], <i>νέ</i>-<i>ορτος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέορτος Medium diacritics: θέορτος Low diacritics: θέορτος Capitals: ΘΕΟΡΤΟΣ
Transliteration A: théortos Transliteration B: theortos Transliteration C: theortos Beta Code: qe/ortos

English (LSJ)

ον, (ὄρνυμαι)

   A sprung from the gods, ὄλβος Pi.O.2.36; θέορτον ἢ βρότειον A.Pr.765.

German (Pape)

[Seite 1197] von Gott herrührend; ὄλβος Pind. Ol. 2, 40; Aesch. Prom. 764.

Greek (Liddell-Scott)

θέορτος: -ον, (ὄρνυμαι) ἐκ τῶν θεῶν ἐγερθείς, θεόπεμπτος, οὐράνιος, ὄλβος Πίνδ. Ο. 2. 67∙ θέορτον ἢ βρότειον (πρβλ. θεόσυτος) Αἰσχύλ. Πρ. 765∙ - πρβλ. παλίνορτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 suscité, envoyé par la divinité;
2 contracté avec une déesse (hymen).
Étymologie: θεός, ὄρνυμαι.

English (Slater)

θέορτος
   1 sprung from the gods Μοῖρ' θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ ἐπί τι καὶ πῆμ ἄγει (O. 2.36)

Greek Monolingual

θέορτος, -ον (Α)
αυτός που πηγάζει από τους θεούς, ο θεόσταλτοςθέορτος ὄλβος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θε- (βλ. θεο-) + -ορτος (< όρνυμαι «πηγάζω»), πρβλ. κονι-ορτός, νέ-ορτος].