θέσκελος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
(Autenrieth)
(17)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[θεός]]): [[supernatural]], [[fig]]., [[wondrous]]; ἔργα, Od. 11.374, 610.—Adv., θέσκελον, [[wonderfully]], Il. 23.107.
|auten=([[θεός]]): [[supernatural]], [[fig]]., [[wondrous]]; ἔργα, Od. 11.374, 610.—Adv., θέσκελον, [[wonderfully]], Il. 23.107.
}}
{{grml
|mltxt=[[θέσκελος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κινείται από τον θεό, που εμπνέεται από τον θεό<br /><b>2.</b> αυτός που τελείται από θεό, [[θαυμαστός]], [[υπεράνθρωπος]] («θέσκελα ἔργα [[ἴδηαι]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θεσκέλως</i> (Α)<br />με θαυμαστό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθ. επικό [[επίθετο]], του οποίου το α' συνθετικό [[είναι]] <i>θεσ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θεο</i>-), ενώ το β' συνθετικό συνδέθηκε με το [[κέλλω]]/[[κέλομαι]] «[[κινώ]] [[παρακινώ]]», αν και η [[παρουσία]] του -<i>ε</i>- [[είναι]] προβληματική, [[γιατί]] θα αναμενόταν -<i>ο</i>- στο β' συνθετικό].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέσκελος Medium diacritics: θέσκελος Low diacritics: θέσκελος Capitals: ΘΕΣΚΕΛΟΣ
Transliteration A: théskelos Transliteration B: theskelos Transliteration C: theskelos Beta Code: qe/skelos

English (LSJ)

ον, Ep. Adj. perh.

   A set in motion by God (κέλλω), and so marvellous, wondrous, always of things, θ. ἔργα deeds or works of wonder, Il.3.130, Od.11.610; θέσκελα εἰδώς Call.Fr.anon.385: neut. Adv., ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ it was wondrous like him, Il.23.107; prob. taken by later poets as,= God-inspired (κελεύω), θ. Ἑρμῆς Coluth.126.

German (Pape)

[Seite 1203] (θεόςἐΐσκω), gottgleich, gottähnlich, übh. übermenschlich, göttlich, erstaunenswürdig; ἔργα, wundervolle Thaten, Il. 3, 130 Od. 11, 374; Hes. Sc. 34; wundervolle Arbeit, Od. 11, 610. – Adv., ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ Il. 23, 107, er glich ihm wunderbar. Einzeln auch bei sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

θέσκελος: -ον, Ἐπικ. ἐπίθ., ὅμοιος τῷ θεῷ, Λατ. divinus, ἀλλ’ ἔτι παρ’ Ὁμ. ἡ ἔννοια αὕτη περιωρίζετο εἰς τὸν πλήρη τύπον θεοείκελος, τὸ δὲ θέσκελος ἔκειτο ἐπὶ τῆς σημασίας ὑπερφυσικός, θαυμαστός, θαυμάσιος, καὶ ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων, ὡς τἀνάπαλιν τὸ θεοείκελος ἀείποτε ἐπὶ προσώπων˙ θέσκελα ἔργα, πράξεις θαυμασταί, Ἰλ. Γ. 130, Ὀδ. Λ. 610˙ θέσκελα εἰδὼς Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 1093B˙ - ὡς Ἐπίρρ., ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ, ἦτο δὲ ὑπερβαλλόντως ὁμοία αὐτῷ, Ἰλ. Ψ. 107˙ - ὁ Νόνν. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν κυριολεκτικῶς, ὀμφή, προφήτης θ. Ἰω. 3. 10, κτλ.˙ οὕτω καί, θ. Ἑρμῆς Κόλουθ. 126. (Ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὸ θέσκελος ὡς = ταῖς λέξεσι θεσπέσιος, θέσφατος, πρβλ. ἴσκεν πρὸς τὸ ἔσπον, καὶ ἴδε Κ κ. ΙΙ. 2.)

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propr. semblable aux dieux ou aux choses divines ; merveilleux, extraordinaire, prodigieux ; adv. • θέσκελον merveilleusement.
Étymologie: θεός, ἐΐσκω.

English (Autenrieth)

(θεός): supernatural, fig., wondrous; ἔργα, Od. 11.374, 610.—Adv., θέσκελον, wonderfully, Il. 23.107.

Greek Monolingual

θέσκελος, -ον (Α)
1. αυτός που κινείται από τον θεό, που εμπνέεται από τον θεό
2. αυτός που τελείται από θεό, θαυμαστός, υπεράνθρωπος («θέσκελα ἔργα ἴδηαι», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
θεσκέλως (Α)
με θαυμαστό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. επικό επίθετο, του οποίου το α' συνθετικό είναι θεσ- (πρβλ. θεο-), ενώ το β' συνθετικό συνδέθηκε με το κέλλω/κέλομαι «κινώ παρακινώ», αν και η παρουσία του -ε- είναι προβληματική, γιατί θα αναμενόταν -ο- στο β' συνθετικό].