καθυγραίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=liquéfier.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὑγραίνω]].
|btext=liquéfier.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὑγραίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[καθυγραίνω]]) [[κάθυγρος]]<br />[[υγραίνω]] [[κάτι]] εντελώς, [[εμποτίζω]], [[μουσκεύω]] («τῆς δὲ χώρας ἡ πολλή συνηρεφὴς οὖσα... καὶ [[ἑλώδης]] ἀεὶ καθύγρανε αὐτούς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>καθυγραίνομαι</i><br />[[σβήνω]] τη [[δίψα]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] σε [[υγρό]], [[υγροποιώ]], [[ρευστοποιώ]] («τὰ σκληρότατα τῶν ὀστῶν ἐν τῆ κοιλίᾳ τήκειν καὶ καθυγραίνειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για την [[κοιλιά]]) ανακουφίζομαι, [[ξαλαφρώνω]] («αἱ κοιλίαι καθυγραίνονται», Ιπποκρ.).
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθυγραίνω Medium diacritics: καθυγραίνω Low diacritics: καθυγραίνω Capitals: ΚΑΘΥΓΡΑΙΝΩ
Transliteration A: kathygraínō Transliteration B: kathygrainō Transliteration C: kathygraino Beta Code: kaqugrai/nw

English (LSJ)

   A moisten well, Arist.Pr.863b23, Thphr.CP6.18.10, Plu.Luc.32:—Pass., Thphr.CP1.13.6; of the bowels, to be relaxed, Hp.Aph.4.27, etc.    II liquefy, in Pass., Plu.2.953e.

German (Pape)

[Seite 1289] benetzen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

καθυγραίνω: ὑγραίνω ἐντελῶς, Ἀριστ. Προβλ. 1, 39. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 10, Πλούτ.: - Παθ., Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 6· ἐπὶ τῆς κοιλίας, τουτέοισιν αἱ κοιλίαι καθυγραίνονται, ἀνακουφίζονται, Ἱππ. Ἀφ. 1250, κτλ. ΙΙ. ὑγροποιῶ, εἰς ὑγρὸν μεταβάλλω, τὰ σκληρότατα τῶν ὀστῶν ἐν τῇ κοιλίᾳ τήκειν καὶ καθυγραίνειν Πλούτ. 2. 642C. - Παθ., παρὰ τῷ αὐτῷ 2. 953D.

French (Bailly abrégé)

liquéfier.
Étymologie: κατά, ὑγραίνω.

Greek Monolingual

(AM καθυγραίνω) κάθυγρος
υγραίνω κάτι εντελώς, εμποτίζω, μουσκεύω («τῆς δὲ χώρας ἡ πολλή συνηρεφὴς οὖσα... καὶ ἑλώδης ἀεὶ καθύγρανε αὐτούς», Πλούτ.)
μσν.
μέσ. καθυγραίνομαι
σβήνω τη δίψα κάποιου
αρχ.
1. μεταβάλλω κάτι σε υγρό, υγροποιώ, ρευστοποιώ («τὰ σκληρότατα τῶν ὀστῶν ἐν τῆ κοιλίᾳ τήκειν καὶ καθυγραίνειν», Πλούτ.)
2. (για την κοιλιά) ανακουφίζομαι, ξαλαφρώνω («αἱ κοιλίαι καθυγραίνονται», Ιπποκρ.).