Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καλαμίνθη: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(Bailly1_3)
(18)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />calament, plante aromatique.<br />'''Étymologie:''' DELG évoque [[κάλαμος]] et [[μίνθη]], mais 3 hypothèses en concurrence.
|btext=ης (ἡ) :<br />calament, plante aromatique.<br />'''Étymologie:''' DELG évoque [[κάλαμος]] et [[μίνθη]], mais 3 hypothèses en concurrence.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[καλαμίνθη]])<br /><b>βοτ.</b> [[είδος]] αρωματικού φυτού, κν. [[καλαμίθρα]], [[μέντα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας [[χειλανθή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καλαμίνθης έλαιον»<br /><b>(φαρμ.)</b> αιθέριο [[έλαιο]] που περιέχεται στο [[φυτό]] [[καλαμίνθη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με τους τ. [[κάλαμος]] και [[μίνθη]] «[[μέντα]]» παρέχει τις [[εξής]] δυνατότητες ετυμολογήσεώς της: [[είτε]] προήλθε με συλλαβική [[ανομοίωση]] ([[απλολογία]]) από τον αμάρτυρο τ. <i>καλαμομίνθη</i>, [[είτε]] με [[προσθήκη]] του προελληνικού επιθήματος -<i>ινθ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ερέβ</i>-<i>ινθος</i>) στον τ. [[κάλαμος]], [[είτε]], [[τέλος]], αποτελεί δάνεια λ. σε -<i>ινθ</i>- σχηματισμένη [[κατά]] το [[κάλαμος]]].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰμίνθη Medium diacritics: καλαμίνθη Low diacritics: καλαμίνθη Capitals: ΚΑΛΑΜΙΝΘΗ
Transliteration A: kalamínthē Transliteration B: kalaminthē Transliteration C: kalaminthi Beta Code: kalami/nqh

English (LSJ)

(so Hsch., but

   A -μίνθα Philum.Ven.7.9, 14.6, Phot.), ἡ, = καλάμινθος, Ar.Ec.648 (gen. sg.), Thphr.CP2.16.4 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1307] ἡ, = Folgdm; Ar. Eccl. 648; Arist. plant. 1, 7.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
calament, plante aromatique.
Étymologie: DELG évoque κάλαμος et μίνθη, mais 3 hypothèses en concurrence.

Greek Monolingual

η (Α καλαμίνθη)
βοτ. είδος αρωματικού φυτού, κν. καλαμίθρα, μέντα
νεοελλ.
1. βοτ. γένος φυτών της οικογένειας χειλανθή
2. φρ. «καλαμίνθης έλαιον»
(φαρμ.) αιθέριο έλαιο που περιέχεται στο φυτό καλαμίνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τους τ. κάλαμος και μίνθη «μέντα» παρέχει τις εξής δυνατότητες ετυμολογήσεώς της: είτε προήλθε με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία) από τον αμάρτυρο τ. καλαμομίνθη, είτε με προσθήκη του προελληνικού επιθήματος -ινθ- (πρβλ. ερέβ-ινθος) στον τ. κάλαμος, είτε, τέλος, αποτελεί δάνεια λ. σε -ινθ- σχηματισμένη κατά το κάλαμος].