καρανιστής: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />qui arrache la tête, la vie.<br />'''Étymologie:''' *καρανίζω de [[κάρα]]. | |btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />qui arrache la tête, la vie.<br />'''Étymologie:''' *καρανίζω de [[κάρα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=([[καρανιστής]], ὁ) (Α)<br />αυτός που θανατώνει με αποκεφαλισμό («καρανιστὴς [[μόρος]]» — [[θάνατος]] με αποκεφαλισμό, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρανον]], πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρ. <i>καρανίζω</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1325] ὁ, den Kopf, das Leben kostend, μόρος Eur. Rhes. 817.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρᾱνιστής: ῆρος, ὁ, ἀποβλέπων τὴν ἀποτομὴν τῆς κεφαλῆς, καρανιστῆρες ὀφθαλμωρύχοι δίκαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 186· - οὕτω, καρανιστὴς μόρος, θάνατος δι’ ἀποκεφαλισμοῦ, Εὐρ. Ρῆσ. 817.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
qui arrache la tête, la vie.
Étymologie: *καρανίζω de κάρα.
Greek Monolingual
(καρανιστής, ὁ) (Α)
αυτός που θανατώνει με αποκεφαλισμό («καρανιστὴς μόρος» — θάνατος με αποκεφαλισμό, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρανον, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρ. καρανίζω].