κατάντης: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> qui va en pente, incliné ; τὸ κάταντες, pente;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui incline vers, <i>avec</i> [[πρός]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[καταντάω]]. | |btext=ης, ες :<br /><b>1</b> qui va en pente, incliné ; τὸ κάταντες, pente;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui incline vers, <i>avec</i> [[πρός]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[καταντάω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (Α [[κατάντης]], κάταντες)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κατάντη</i><br />τα [[προς]] τα [[κάτω]] μέρη («τα κατάντη του ποταμού» — τα μέρη του ποταμού που βρίσκονται [[προς]] τις εκβολές)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατωφερής]], [[απόκρημνος]], [[επικλινής]] («το δ' [[ἄλλο]] [[στράτευμα]]... ἐν τῷ κατάντει ἦν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιρρεπής]] («ἕρπει [[κατάντης]] ξυμφορὰ πρὸς [[τἀγαθά]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) <i>κάταντες</i> και <i>κατάντη</i><br />[[προς]] τα [[κάτω]] («εἰ κάταντες, τὸ δ' ἄναντες κινεῑσθαι», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άντης</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. -<i>αντ</i>-<i>εσ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>αντ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> [[άντα]], [[άντην]], [[αντί]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>άντης</i>, <i>εξ</i>-<i>άντης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ες, (ἄντα)
A downhill, steep, opp. ἀνάντης, κ. ἀτραπός Ar.Ra.127; ἐς τὰ κατάντεα downwards, Hp.Off.9; ἐπὶ κάταντες, = κάταντα, Pl.Ti.77d; εἰς τὸ κάταντες X.Eq.8.8; ἐν τῷ κατάντει Id.HG4.8.37; ἀπὸ τοῦ κατάντους ib.3.5.20; ἐν τοῖς κατάντεσι Diocl.Fr.142: neut. as Adv., κάταντες κινεῖσθαι Arist.Ph.248a22; τὰ κατάντη ἁμιλλώμενοι X.Eq. 8.6; τὰ κ. ἐλαύνεσθαι Id.Eq.Mag.8.3; θεῖν Id.Cyn.5.17; φέρεσθαι Arist.HA567a7; καταβαίνειν Thphr.Lass.11. II metaph., prone, inclined, πρός τι E.Rh.318, Epicur.Nat.908.4, Plu.2.53e.
German (Pape)
[Seite 1366] neutr. κάταντες, nach Arcad. 118, 1, herabgehend, abschüssig; ὁδός Ar. Ran. 127; γεώλο φος Theocr. 1, 13; Hippocr.; ἐπὶ τὸ κάταντες Plat. Tim. 77 d; πέτρας ἐπεκυλίνδουν εἰς τὸ κάταντες Xen. Hell. 3, 5, 20; Sp. – Uebertr., geneigt, leicht, ἕρπει κατάντης συμφορὰ πρὸς τἀγαθόν Eur. Rhes. 318; πρὸς τὰ χείρονα κατάντης Plut. ad. et am. discr. 12.
Greek (Liddell-Scott)
κατάντης: -ες, (ἄντα) κατωφερής, ἀπόκρημνος, ἀπότομος, (ἀντίθ. τῷ ἀνάντης καὶ προσάντης), κατάντης ὁδὸς Ἀριστοφ. Βάτρ. 127· τόποι Ἀθήν.· γεώλοφος Θεόκρ.· εἰς τὰ κατάντη, πρὸς τὰ κάτω, κατωφερῆ, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 743· ἐπὶ κάταντες = κάταντα, Πλάτ. Τίμ. 77D· εἰς τὸ κάταντες πέτρας ἐπεκυλίνδουν Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 20· ἐν τῷ κατάντει αὐτόθι 4. 8, 37· ἀπὸ τοῦ κατάντους ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 8. 8· οὕτω, κάταντες κινεῖσθαι Ἀριστ. Φυσ. 7. 4, 2· τὰ κατάντη, ὡς Ἐπίρρ., Ξεν. Ἱππ· 8, 6, Ἱππαρχ. 8, 3, Κυν. 5, 17· τὰ κ. φέρεσθαι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 12, 9, κτλ. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Λατ. pronus, κεκλιμένος, ἐπικλινής, ἐπιρρεπής, πρός τι Εὐρ. Ρῆσ. 318· κ. συμφορά, εὔκολος κ. πρὸς τὰ χείρονα Πλούτ. 2. 53D.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 qui va en pente, incliné ; τὸ κάταντες, pente;
2 fig. qui incline vers, avec πρός et l’acc..
Étymologie: καταντάω.
Greek Monolingual
-ες (Α κατάντης, κάταντες)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κατάντη
τα προς τα κάτω μέρη («τα κατάντη του ποταμού» — τα μέρη του ποταμού που βρίσκονται προς τις εκβολές)
αρχ.
1. κατωφερής, απόκρημνος, επικλινής («το δ' ἄλλο στράτευμα... ἐν τῷ κατάντει ἦν», Ξεν.)
2. επιρρεπής («ἕρπει κατάντης ξυμφορὰ πρὸς τἀγαθά», Ευρ.)
3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) κάταντες και κατάντη
προς τα κάτω («εἰ κάταντες, τὸ δ' ἄναντες κινεῑσθαι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -άντης (< θ. -αντ-εσ- < αντ-, πρβλ. άντα, άντην, αντί), πρβλ. αν-άντης, εξ-άντης].