κέρχνωμα: Difference between revisions
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
(6_21) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κέρχνωμα''': τό, ἐν τῷ πληθυντ., τραχύτητες· [[ὡσαύτως]] = τὰ κερχνωτά, Ἡσύχ. ΙΙ. παρ’ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] = κέγχρωμα. | |lstext='''κέρχνωμα''': τό, ἐν τῷ πληθυντ., τραχύτητες· [[ὡσαύτως]] = τὰ κερχνωτά, Ἡσύχ. ΙΙ. παρ’ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] = κέγχρωμα. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κέρχνωμα]], τὸ (Α) [[κερχνώ]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «κερχνώμασι<br />τραχύσμασι, κυκλώμασι, γαργαλισμοῑς καλοῡσι δὲ καὶ τὸν περὶ τὰς [[ἴτυς]] τῶν ἀσπίδων κόσμον καὶ ποτηρίων ἐπιχείλων». | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, in pl.,
A roughnesses, Hsch.; also, = τὰ κερχνωτά, Id. II = κέγχρωμα, Id.(pl.).
German (Pape)
[Seite 1426] τό, Trockenheit, Rauhigkeit, Heiserkeit, Hesych., dessen Erll. κύκλωμα aber auf κέγχρωμα geht.
Greek (Liddell-Scott)
κέρχνωμα: τό, ἐν τῷ πληθυντ., τραχύτητες· ὡσαύτως = τὰ κερχνωτά, Ἡσύχ. ΙΙ. παρ’ Ἡσύχ. ὡσαύτως = κέγχρωμα.
Greek Monolingual
κέρχνωμα, τὸ (Α) κερχνώ
(κατά τον Ησύχ.) «κερχνώμασι
τραχύσμασι, κυκλώμασι, γαργαλισμοῑς καλοῡσι δὲ καὶ τὸν περὶ τὰς ἴτυς τῶν ἀσπίδων κόσμον καὶ ποτηρίων ἐπιχείλων».