λιγυρός: Difference between revisions
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(SL_2) |
(23) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>λῐγῠρός</b> <br /> <b>1</b> [[shrill]], [[clear]]-[[sounding]] [[δόξαν]] [[ἔχω]] τιν' ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας (ἀκόνας λιγυρᾶς codd., Π: transp. Bergk) (O. 6.82) | |sltr=<b>λῐγῠρός</b> <br /> <b>1</b> [[shrill]], [[clear]]-[[sounding]] [[δόξαν]] [[ἔχω]] τιν' ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας (ἀκόνας λιγυρᾶς codd., Π: transp. Bergk) (O. 6.82) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ά, -ό, θηλ. και -ή (Α [[λιγυρός]], -ά, -όν, θηλ. και λιγυρή και [[λιγουρά]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ήχο οξύ και ευκρινή («παίει λιγυρᾷ μάστιγι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μελωδικός]], [[εύηχος]] (α. «θερινόν τε καὶ λιγυρὸν ὑπηχεῑ τῷ τῶν τεττίγων χορῷ», <b>Πλάτ.</b><br />β. «τὸν μὲν ἐγὼ Μούσαις... ἀνέθηκα, [[ἔνθα]] με τὸ πρῶτον λιγυρῆς ἐπέβησαν ἀοιδῆς», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευάρεστος]], [[ευχάριστος]] («συμβιῶναι... ἥδιστον καὶ λιγυρώτατον», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>λιγυρά</i><br />μελωδικά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λιγυρώς]] (AM λιγυρῶς)<br />με καθαρή, γλυκιά και μελωδική [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]», πιθ. μέσω ενός αρχικού <i>λιγ</i>-<i>υλός</i>, από το οποίο πιθ. προήλθε με [[ανομοίωση]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ά, όν, Boeot. fem. λιγουρά (q.v.),
A clear, shrill, ὦρτο δὲ κῦμα πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ Il.23.215, cf. 5.526, 13.590; of a whip, 11.532, S.Aj. 242 (anap.); ἀκόνα (v. ἀκόνη) ; λιγυρὰ ἄχεα griefs which vent themselves in shrill wailings, E.Med.205 (lyr.); also (like λιγύς), of a clear, sweet sound, as of the Sirens, λιγυρῇ θέλγουσιν ἀοιδῇ Od.12.44; λιγυρὴν ἔντυνον ἀοιδήν ib.183; of a bird, Il.14.290; of locusts, Hes.Op.583; λ. σύριγγες Id.Sc.278: metaph., of poets, Id.Op.659; ἀοιδά Theoc. 15.135, etc.: neut. pl. as Adv., λιγυρὰ ἀείδειν Thgn.939: regul. Adv. -ρῶς Theoc.8.71.—Poet. word, used occasionally in Prose, λιγυρὸν ὑπηχεῖ echoes shrilly, Pl.Phdr.230c; φωνὴ λ., opp. λαμπρά, Arist. HA616b31, cf. Aud.804a29 (Comp.): also in later Prose, Plu.2.974a, Luc.Salt.72, Phal.1.11, etc. 2 metaph., συμβιῶναι . . ἥδιστος καὶ -ώτατος Isoc.Ep.4.4. II pliant, flexible, of dogs' tails, X.Cyn. 4.1.
German (Pape)
[Seite 43] hell, laut tönend, vom durchdringenden, scharfen Ton, vom sausenden, pfeifenden Winde, ὦρτο δὲ κῦμα πνοιῇ ὑπὸ λιγυρῇ, Il. 23, 215, vgl. 5, 526. 13, 590; von der sausenden Peitsche, 11, 532, wie Soph. Ai. 242; von der Stimme der Sirenen, Od. 12, 44. 183, vom hellen Gesange eines Vogels, Il. 14, 290; ἀοιδή, Hes. O. 657 (wie Theocr. 15, 135); σύριγγες, Sc. 278; ἀκόνας λιγυρᾶς, Pind. Ol. 6, 82; sp. D., οἴμη, μέλος, Anacr. 32, 14. 59, 6. Auch in Prosa, τὸ εὔπνουν τοῦ τόπου θερινὸν καὶ λιγυρὸν ὑπηχεῖ τῷ τῶν τεττίγων χορῷ, Plat. Phaedr. 230 c, schwirrend; λιγυρὰν φωνὴν ἔχει Arist. H. A. 9, 17; Sp., wie μέλη λιγυρώτατα Luc. Phalar. 1, 11; λιγυρὸν καὶ θρηνῶδες, von der chromatischen Tonleiter, S. Emp. adv. mus. 50. – Uebh. angenehm, reizend, Xen. Cyn. 4, 1 u. Sp. – Adv., λιγυρῶς ἀείδειν, Theocr. 8, 71, Luc. D. Mar. 8, 2.
Greek (Liddell-Scott)
λῐγῠρός: -ά, -όν, Αἰολ. θηλ. λιγούρα, ὃ ἴδε˙ - ὡς τὸ λιγύς, καθαρός, εὐκρινής, συρίζων, ὀξύς, ἰσχυρός, ὦρτο δὲ κῦμα πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ Ἰλ. Ψ. 215, πρβλ. Ε. 526., Ν. 590˙ ἐπὶ μάστιγος, Λ. 532, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 242˙ λ. ἀκόνα (ἴδε ἐν λέξ. ἀκόνη)˙ λιγυρὰ ἄχεα, θλίψεις ἐκδηλούμεναι δι’ ὀξυφώνων θρήνων, Εὐρ. Μήδ. 205˙ - ὡσαύτως ὡς τὸ λιγύς, ἐπὶ ἤχου καθαροῦ, εὐκρινοῦς καὶ ἡδέος ὡς τοῦ τῶν Σειρήνων, λιγυρῇ θέλγουσιν ἀοιδῇ Ὀδ. Μ. 44˙ λιγυρὴν ἔντυνον ἀοιδὴν αὐτόθι 183˙ ἐπὶ πτηνοῦ, Ἰλ. Ξ. 290˙ ἐπὶ ἀκρίδων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 581˙ λ. σύριγγες ὁ αὐτ. ἐν Ἀσπ. Ἡρακλ. 278˙ - μεταφορ., ἐπὶ ποιητῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 657, Θεόκρ. 15. 135, κτλ.˙ - οὐδέτερ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., λιγυρὰ ἀείδειν Θεόγν. 939˙ οὕτω, λιγυρῶς Θεόκρ. 8. 71˙ - ποιητ. λέξ., ἔσθ’ ὅτε ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς πεζολόγοις, λιγυρὸν ὑπηχεῖ, ἠχεῖ καθαρά, εὐκρινῶς, Πλάτ. Φαῖδρ. 230C˙ φωνὴ λ., ἀντίθετον τῷ λαμπρά, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, πρβλ. π. Ἀκουστ. 65, 66˙ καὶ συχν. παρὰ Πλουτ., Λουκ., κλ.˙ - μεταφορ., συμβιῶναι... ἥδιστος καὶ λιγυρώτατος Ἰσοκρ. 414Α. ΙΙ. μαλακός, εὔκαμπτος, ἐπὶ τῆς οὐρᾶς τῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 1.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 qui rend un son aigu ou sifflant;
2 qui rend un son clair ou mélodieux;
Cp. λιγυρώτερος, Sp. λιγυρώτατος.
Étymologie: λιγύς.
English (Autenrieth)
(λιγύς): clear-toned, whistling, piping; ἀοιδή, μάστιξ, πνοιαί, Od. 12.44, Λ , Il. 5.526.
English (Slater)
λῐγῠρός
1 shrill, clear-sounding δόξαν ἔχω τιν' ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας (ἀκόνας λιγυρᾶς codd., Π: transp. Bergk) (O. 6.82)
Greek Monolingual
-ά, -ό, θηλ. και -ή (Α λιγυρός, -ά, -όν, θηλ. και λιγυρή και λιγουρά)
1. αυτός που έχει ήχο οξύ και ευκρινή («παίει λιγυρᾷ μάστιγι», Σοφ.)
2. μελωδικός, εύηχος (α. «θερινόν τε καὶ λιγυρὸν ὑπηχεῑ τῷ τῶν τεττίγων χορῷ», Πλάτ.
β. «τὸν μὲν ἐγὼ Μούσαις... ἀνέθηκα, ἔνθα με τὸ πρῶτον λιγυρῆς ἐπέβησαν ἀοιδῆς», Ησίοδ.)
3. εύκαμπτος, ευλύγιστος
αρχ.
1. ευάρεστος, ευχάριστος («συμβιῶναι... ἥδιστον καὶ λιγυρώτατον», Ισοκρ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) λιγυρά
μελωδικά.
επίρρ...
λιγυρώς (AM λιγυρῶς)
με καθαρή, γλυκιά και μελωδική φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός», πιθ. μέσω ενός αρχικού λιγ-υλός, από το οποίο πιθ. προήλθε με ανομοίωση].