λοχεία: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit

Menander, Monostichoi, 273
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />accouchement, enfantement ; <i>en parl. d’oiseaux</i> ponte.<br />'''Étymologie:''' [[λοχεύω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />accouchement, enfantement ; <i>en parl. d’oiseaux</i> ponte.<br />'''Étymologie:''' [[λοχεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[λοχεία]], Α επικ. τ. λοχία) [[λοχεύω]]<br />η [[κατάσταση]] της λεχώνας, το [[διάστημα]] που διανύει η [[μητέρα]] από τον τοκετό έως [[σαράντα]] μέρες [[μετά]] τον τοκετό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσιολ.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] που μεσολαβεί [[μεταξύ]] τοκετού και επανόδου της μήτρας στο φυσιολογικό της [[μέγεθος]] και το οποίο κυμαίνεται από 6 έως 8 εβδομάδες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τοκετός]], [[γέννα]] («φρικτὸς ὁ [[τρόπος]] ὁ τῆς λοχείας σου!», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) η [[άνθηση]]<br /><b>2.</b> [[τέκνο]]<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] αρτεμισία.
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοχεία Medium diacritics: λοχεία Low diacritics: λοχεία Capitals: ΛΟΧΕΙΑ
Transliteration A: locheía Transliteration B: locheia Transliteration C: locheia Beta Code: loxei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A child-birth, childbed, E.IT382, Call.Del.251; τὴν λ. εἴληχε she presides over child-birth, Pl.Tht.149b: in pl., Id.Plt.268b; of flowers, ἐπ' εὐκάρποισι λοχείαις AP10.16 (Theaet.); f.l. in E.IT206 (lyr.) for λόχιαι.    II = λόχευμα 1, APl.4.132 (Theodorid.).    III = ἀρτεμισία, Ps.-Dsc.3.113.

Greek (Liddell-Scott)

λοχεία: ἡ, (λοχεύω) τοκετός, γέννα, κλίνη τοκετοῦ, Εὐρ. Ι. Τ. 382, Καλλ. εἰς Δῆλ. 251· Ἄρτεμις ἄλοχος οὖσα τὴν λοχείαν εἴληχεν, τῇ ἐδόθη νὰ ἐπιστατῇ εἰς τὸν τοκετόν, Πλάτ. Θεαίτ. 149Β· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 268Α· - ἐπὶ καρπῶν, ἐπ’ εὐκάρποισι λοχείαις Ἀνθ. Π. 10. 16· ― ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 206, ἴσως λοχίαν ἢ λόχιαι, ὡς ἐπίθ., εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή, ἴδε ἐν λ. παιδεία. ΙΙ. = λόχευμα Ι, Ἀνθ. Πλαν. 132.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
accouchement, enfantement ; en parl. d’oiseaux ponte.
Étymologie: λοχεύω.

Greek Monolingual

η (AM λοχεία, Α επικ. τ. λοχία) λοχεύω
η κατάσταση της λεχώνας, το διάστημα που διανύει η μητέρα από τον τοκετό έως σαράντα μέρες μετά τον τοκετό
νεοελλ.
φυσιολ. το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ τοκετού και επανόδου της μήτρας στο φυσιολογικό της μέγεθος και το οποίο κυμαίνεται από 6 έως 8 εβδομάδες
μσν.-αρχ.
τοκετός, γέννα («φρικτὸς ὁ τρόπος ὁ τῆς λοχείας σου!», Μηναί.)
αρχ.
1. (για φυτά) η άνθηση
2. τέκνο
3. το φυτό αρτεμισία.