μετριοπάθεια: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />modération dans les passions <i>ou</i> dans les sentiments.<br />'''Étymologie:''' [[μετριοπαθής]].
|btext=ας (ἡ) :<br />modération dans les passions <i>ou</i> dans les sentiments.<br />'''Étymologie:''' [[μετριοπαθής]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[μετριοπάθεια]], Α διαφ. τ. μετριοπαθία) [[μετριοπαθής]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του μετριοπαθούς, [[περιορισμός]] του πάθους, [[εγκράτεια]], [[αυτοσυγκράτηση]], [[μετριοφροσύνη]] («οὐδὲ ὅσον ἦν [[φρόνημα]] τῇ ψυχῇ [[μετὰ]] πρᾳότητος καὶ μετριοπαθείας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έλλειψη]] αδιαλλαξίας, [[συμβιβαστικότητα]], [[υποχωρητικότητα]], [[σύνεση]], [[σωφροσύνη]] («για να αντιμετωπίσουμε την κρίσιμη [[κατάσταση]] [[πρέπει]] να δείξουμε [[μετριοπάθεια]]»).
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετριοπάθεια Medium diacritics: μετριοπάθεια Low diacritics: μετριοπάθεια Capitals: ΜΕΤΡΙΟΠΑΘΕΙΑ
Transliteration A: metriopátheia Transliteration B: metriopatheia Transliteration C: metriopatheia Beta Code: metriopa/qeia

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ,

   A restraint over the passions, Ph.1.113, Plu.2.102d, App.Pun.52, 57, Alex.Aphr.in Top. 239.6, Porph.Sent.32:—written μετριο-πᾰθία, Phld.Rh.2.272 S.

German (Pape)

[Seite 162] ἡ, Mäßigung in Leidenschaften, Plut. adv. Col. 22 S. Emp. pyrrh. 1, 25.

Greek (Liddell-Scott)

μετριοπάθεια: ἡ, ὡς καὶ νῦν, μετριότης, περιορισμὸς τῶν παθῶν, Πλούτ. 2. 102D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
modération dans les passions ou dans les sentiments.
Étymologie: μετριοπαθής.

Greek Monolingual

η (Α μετριοπάθεια, Α διαφ. τ. μετριοπαθία) μετριοπαθής
1. η ιδιότητα του μετριοπαθούς, περιορισμός του πάθους, εγκράτεια, αυτοσυγκράτηση, μετριοφροσύνη («οὐδὲ ὅσον ἦν φρόνημα τῇ ψυχῇ μετὰ πρᾳότητος καὶ μετριοπαθείας», Πλούτ.)
2. έλλειψη αδιαλλαξίας, συμβιβαστικότητα, υποχωρητικότητα, σύνεση, σωφροσύνη («για να αντιμετωπίσουμε την κρίσιμη κατάσταση πρέπει να δείξουμε μετριοπάθεια»).