μητραγύρτης: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />prêtre de Cybèle qui mendiait pour la déesse.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], [[ἀγείρω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />prêtre de Cybèle qui mendiait pour la déesse.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], [[ἀγείρω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μητραγύρτης]])<br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μητραγύρτης</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Αντιφάνους<br /><b>2.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι μητραγύρτες</i><br />([[κατά]] την [[αρχαιότητα]]) περιπλανώμενοι ιερείς της Μεγάλης Μητέρας Κυβέλης, οι οποίοι διέδιδαν τη [[λατρεία]] της θεάς, διηγούνταν ιστορίες και ζητούσαν εισφορές γι' αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἀγύρτης]] «[[ζητιάνος]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγείρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μην</i>-[[αγύρτης]]].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρᾰγύρτης Medium diacritics: μητραγύρτης Low diacritics: μητραγύρτης Capitals: ΜΗΤΡΑΓΥΡΤΗΣ
Transliteration A: mētragýrtēs Transliteration B: mētragyrtēs Transliteration C: mitragyrtis Beta Code: mhtragu/rths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A begging priest of Cybele: nickname of Callias (ὁ Δᾳδοῦχος), Arist.Rh.1405a20; of Ptolemy Philopator, Plu.Cleom.36; title of play by Antiphanes.

German (Pape)

[Seite 179] ὁ, ein Priester der Göttermutter Cybele, der für die Göttinn bettelnd im Lande herumzieht, Arist. rhet. 3, 2 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

μητρᾰγύρτης: -ου, ὁ, ἐπαιτῶν ἱερεὺς τῆς Κυβέλης, τῆς μητρὸς τῶν θεῶν, εἶδος ἐπαιτοῦντος μοναχοῦ, Λοβ. Ἀγλαόφ. σ. 645· - ὁ Ἰφικράτης ἔδωκε τὸ ὄνομα τοῦτο εἰς τὸν Καλλίαν, ὅστις ἦτο πράγματι Δᾳδοῦχος αὐτῆς, (ἴδε ἐν λέξει), Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 10· - ὁ Ἀντιφάνης ἔγραφε κωμῳδίαν φέρουσαν τὸ ὄνομα τοῦτο, καὶ μεταχειρίζεται ὡσαύτως τὸ ῥῆμα μητραγυρτέω, ἐν «Μισοπονήρῳ» 1. 8, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 19.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
prêtre de Cybèle qui mendiait pour la déesse.
Étymologie: μήτηρ, ἀγείρω.

Greek Monolingual

ο (Α μητραγύρτης)
1. ως κύριο όν. Μητραγύρτης
τίτλος κωμωδίας του Αντιφάνους
2. συν. στον πληθ. οι μητραγύρτες
(κατά την αρχαιότητα) περιπλανώμενοι ιερείς της Μεγάλης Μητέρας Κυβέλης, οι οποίοι διέδιδαν τη λατρεία της θεάς, διηγούνταν ιστορίες και ζητούσαν εισφορές γι' αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ἀγύρτης «ζητιάνος» (< ἀγείρω), πρβλ. μην-αγύρτης].