μονοπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416
(6_17)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονοπρόσωπος''': -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον [[πρόσωπον]], μ. [[θεότης]] Ἐκκλ.· μ. ποίησης, [[μονόλογος]], Διογ. Λ. 2. 112· παρὰ τοῖς γραμμ., μ. [[ἀντωνυμία]], [[ἀντωνυμία]] ἔχουσα ἓν μόνον [[πρόσωπον]], Ἀπολλ. π. ἀντων. σ. 280, κτλ.· [[οὕτως]] ἐπιρρ. -πως, Γραμμ.
|lstext='''μονοπρόσωπος''': -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον [[πρόσωπον]], μ. [[θεότης]] Ἐκκλ.· μ. ποίησης, [[μονόλογος]], Διογ. Λ. 2. 112· παρὰ τοῖς γραμμ., μ. [[ἀντωνυμία]], [[ἀντωνυμία]] ἔχουσα ἓν μόνον [[πρόσωπον]], Ἀπολλ. π. ἀντων. σ. 280, κτλ.· [[οὕτως]] ἐπιρρ. -πως, Γραμμ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονοπρόσωπος]], -ον)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[πρόσωπο]] («[[μονοπρόσωπος]] [[θεότης]] [[τριώνυμος]]», Μάξ. Ομολ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για κτήρια) αυτός που έχει μία [[πρόσοψη]] («μονοπρόσωπο [[κτήριο]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ειλικρινής]], [[ευθύς]], [[έντιμος]], [[χωρίς]] [[διπλοπροσωπία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για την [[ποίηση]]) αυτός που μιλά σε ένα μόνο [[πρόσωπο]], [[μονόλογος]] («[[μονοπρόσωπος]] [[ποίησις]]», Διογ. Λαέρτ.)<br /><b>2.</b> ο διακοσμημένος με ένα μόνο [[πρόσωπο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μονοπρόσωπος]] [[ἀντωνυμία]]»<br /><b>γραμμ.</b> η [[αντωνυμία]] που εμφανίζεται σε ένα μόνο [[πρόσωπο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοπροσώπως</i> (ΑΜ)<br />εν είδει μονολόγου, μονολογικώς, σαν [[μονόλογος]] ή όπως ο [[μονόλογος]].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοπρόσωπος Medium diacritics: μονοπρόσωπος Low diacritics: μονοπρόσωπος Capitals: ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: monoprósōpos Transliteration B: monoprosōpos Transliteration C: monoprosopos Beta Code: monopro/swpos

English (LSJ)

ον,

   A with one face, Artem.2.37; adorned with one face, σκάφιον IG11(4).1308 (Delos, ii B.C.).    2 with only one front decorated, PSI5.547.29 (iii B.C.).    II with one person or character, μ. ποίησις monologue, D.L.9.112: Gramm., μ. ἀντωνυμία a pronoun having reference to one person, opp. a possessive pronoun, Draco ap.A.D.Pron.17.2; but also, a pronoun having one person, e.g. ἐκεῖνος (opp. , which has corresponding first and second persons), Hdn.Gr.1.474, Sch.D.T.p.82 H. Adv. -πως in monologue form, Tz.ad Lyc.p.4 S., Proll.Hes.p.11 G.

German (Pape)

[Seite 204] nur eine Person habend, Apoll. Dysc. pron. 301. – Auch im adv., Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

μονοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον πρόσωπον, μ. θεότης Ἐκκλ.· μ. ποίησης, μονόλογος, Διογ. Λ. 2. 112· παρὰ τοῖς γραμμ., μ. ἀντωνυμία, ἀντωνυμία ἔχουσα ἓν μόνον πρόσωπον, Ἀπολλ. π. ἀντων. σ. 280, κτλ.· οὕτως ἐπιρρ. -πως, Γραμμ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονοπρόσωπος, -ον)
αυτός που έχει ένα μόνο πρόσωπομονοπρόσωπος θεότης τριώνυμος», Μάξ. Ομολ.)
νεοελλ.
1. (για κτήρια) αυτός που έχει μία πρόσοψη («μονοπρόσωπο κτήριο»)
2. μτφ. ειλικρινής, ευθύς, έντιμος, χωρίς διπλοπροσωπία
αρχ.
1. (για την ποίηση) αυτός που μιλά σε ένα μόνο πρόσωπο, μονόλογοςμονοπρόσωπος ποίησις», Διογ. Λαέρτ.)
2. ο διακοσμημένος με ένα μόνο πρόσωπο
3. φρ. «μονοπρόσωπος ἀντωνυμία»
γραμμ. η αντωνυμία που εμφανίζεται σε ένα μόνο πρόσωπο.
επίρρ...
μονοπροσώπως (ΑΜ)
εν είδει μονολόγου, μονολογικώς, σαν μονόλογος ή όπως ο μονόλογος.