νωτιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
(Bailly1_3)
(27)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />du dos, dorsal.<br />'''Étymologie:''' [[νῶτος]].
|btext=α, ον :<br />du dos, dorsal.<br />'''Étymologie:''' [[νῶτος]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ νωτιαῑος, -αία, -ον, Α ποιητ. τ. νωταῑος, -αία, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στα [[νώτα]], [[δηλαδή]] στη σπονδυλική [[στήλη]] ανθρώπων και ζώων («[[νωτιαίος]] [[μυελός]]» — το [[τμήμα]] του κεντρικού νευρικού συστήματος που περιέχεται στον σπονδυλικό [[σωλήνα]] και αποτελεί [[συνέχεια]] του προμήκους μυελού)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «νωτιαία [[άκανθα]]» — το [[σύνολο]] τών ακανθωδών αποφύσεων τών σπονδύλων<br />β) «νωτιαία γάγγλια» — μικρά ατρακτοειδή σωμάτια από νευρικά κύτταρα τα οποία βρίσκονται [[μέσα]] στα μεσοσπονδύλια τμήματα<br />γ) «νωτιαία [[νεύρα]]» — μικρά νευρικά στελέχη που εκπορεύονται από τον νωτιαίο μυελό<br />δ) «νωτιαία [[φθίση]]» — η [[νωτιάδα]] [[φθίση]]<br />ε) «νωτιαία [[χορδή]]» — η [[νωτοχορδή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οπίσθιος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «νωτιαῑα ἄρθρα» — οι σπόνδυλοι της σπονδυλικής στήλης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῶτον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> / -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μετωπ</i>-<i>ιαίος</i>)].
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωτιαῖος Medium diacritics: νωτιαῖος Low diacritics: νωτιαίος Capitals: ΝΩΤΙΑΙΟΣ
Transliteration A: nōtiaîos Transliteration B: nōtiaios Transliteration C: notiaios Beta Code: nwtiai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A spinal, ν. ἄρθρα the spinal vertebrae, E.El.841 ; ν. μυελός Hp.Aph. 5.18, Pl.Ti.74a ; ὁ ν., without μυελός, Hp.Art.45 ; ν. ἄκανθα Diog. Apoll.6.    2 λεπὶς ν. back-plate, Ph.Bel.63.46.

German (Pape)

[Seite 273] zum Rücken gehörig; ἄρθρα, Eur. El. 841; μυελός, Rückenmark, Plat. Tim. 74 a; φλέβες, 77 d; Arist. u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

νωτιαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ νῶτα ἢ τὴν ῥάχιν, ν. ἄρθρα, οἱ νωτιαῖοι σπόνδυλοι, Εὐρ. Ἠλ. 841˙ ν. μυελὸς Ἱππ. Ἀφ. 1253, Πλάτ. Τίμ. 74Α˙ οὕτω καὶ ὁ νωτ., ἄνευ τοῦ μυελός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809˙ ν. ἄκανθα, Λατ. spinae dorsi, Διογ. Ἀπολλ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 6.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
du dos, dorsal.
Étymologie: νῶτος.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ νωτιαῑος, -αία, -ον, Α ποιητ. τ. νωταῑος, -αία, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στα νώτα, δηλαδή στη σπονδυλική στήλη ανθρώπων και ζώων («νωτιαίος μυελός» — το τμήμα του κεντρικού νευρικού συστήματος που περιέχεται στον σπονδυλικό σωλήνα και αποτελεί συνέχεια του προμήκους μυελού)
νεοελλ.
φρ. α) «νωτιαία άκανθα» — το σύνολο τών ακανθωδών αποφύσεων τών σπονδύλων
β) «νωτιαία γάγγλια» — μικρά ατρακτοειδή σωμάτια από νευρικά κύτταρα τα οποία βρίσκονται μέσα στα μεσοσπονδύλια τμήματα
γ) «νωτιαία νεύρα» — μικρά νευρικά στελέχη που εκπορεύονται από τον νωτιαίο μυελό
δ) «νωτιαία φθίση» — η νωτιάδα φθίση
ε) «νωτιαία χορδή» — η νωτοχορδή
αρχ.
1. οπίσθιος
2. φρ. «νωτιαῑα ἄρθρα» — οι σπόνδυλοι της σπονδυλικής στήλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + κατάλ. -ιαῖος / -αῖος (πρβλ. μετωπ-ιαίος)].