μυθολογία: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> histoire <i>ou</i> étude des choses fabuleuses, mythologie;<br /><b>2</b> récit fabuleux, conte.<br />'''Étymologie:''' [[μυθολόγος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> histoire <i>ou</i> étude des choses fabuleuses, mythologie;<br /><b>2</b> récit fabuleux, conte.<br />'''Étymologie:''' [[μυθολόγος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[μυθολογία]]) [[μυθολόγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών μύθων και τών παραδόσεων ενός λαού («η αρχαία ελληνική [[μυθολογία]]»)<br /><b>2.</b> [[βιβλίο]] το οποίο περιέχει τις παραδόσεις ενός λαού<br /><b>3.</b> η επιστημονική [[ασχολία]] με τους μύθους και τις παραδόσεις ενός λαού<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το να λέει [[κανείς]] ψέματα<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[ψέμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διήγηση]] μύθων, μυθικών παραδόσεων<br /><b>2.</b> [[μύθος]], [[ιστορία]]<br /><b>3.</b> [[θρύλος]], [[παράδοση]]<br /><b>4.</b> [[διάλογος]], [[συνομιλία]] που γίνεται με σκοπό την [[τέρψη]] αυτών που συζητούν, [[κουβεντούλα]].
}}
}}

Revision as of 12:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡθολογία Medium diacritics: μυθολογία Low diacritics: μυθολογία Capitals: ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: mythología Transliteration B: mythologia Transliteration C: mythologia Beta Code: muqologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A romance, fiction, ib.394b, al.; οἱ λόγοι καὶ αἱ μ. Id.Hp.Ma.298a.    2 legend, Corn.ND8.    II story-telling, Pl. Lg.752a, Plu.2.133e (pl.).

German (Pape)

[Seite 214] ἡ, das Erzählen von Fabeln, von Götter-u. Sagengeschichten, Mythologie, Götterlehre; μυθολογία ἀναζήτησίς τε τῶν παλαιῶν, Plat. Critia. 110 a; καὶ ποίησις, Rep. III, 394 b, öfter; üdh. Gespräch, Legg. VI, 752 a u. Sp., wie Plut.; auch die einzelne Fabel.

Greek (Liddell-Scott)

μῡθολογία: ἡ, τὸ διηγεῖσθαι μυθικὰς παραδόσεις, μύθους, Πλάτ. Πολ. 394Β, κ. ἀλλ. 2) μῦθος, διήγημα, ἱστορία, οἱ λόγοι καὶ αἱ μυθ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζ. 298Α, πρβλ. Πλούτ. 2. 133F. ΙΙ. τὸ διηγεῖσθαι ἱστορίας, ἀφήγησις, Πλάτ. Νόμ. 752Α· πρβλ. μυθολογέω ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 histoire ou étude des choses fabuleuses, mythologie;
2 récit fabuleux, conte.
Étymologie: μυθολόγος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μυθολογία) μυθολόγος
νεοελλ.
1. το σύνολο τών μύθων και τών παραδόσεων ενός λαού («η αρχαία ελληνική μυθολογία»)
2. βιβλίο το οποίο περιέχει τις παραδόσεις ενός λαού
3. η επιστημονική ασχολία με τους μύθους και τις παραδόσεις ενός λαού
μσν.
1. το να λέει κανείς ψέματα
2. (κατ' επέκτ.) το ψέμα
αρχ.
1. διήγηση μύθων, μυθικών παραδόσεων
2. μύθος, ιστορία
3. θρύλος, παράδοση
4. διάλογος, συνομιλία που γίνεται με σκοπό την τέρψη αυτών που συζητούν, κουβεντούλα.