μυρίκη: Difference between revisions
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />tamaris, <i>arbuste, en gén.</i> bruyère, <i>arbrisseau croissant dans des landes</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure. | |btext=ης (ἡ) :<br />tamaris, <i>arbuste, en gén.</i> bruyère, <i>arbrisseau croissant dans des landes</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και μυρικιά, η (ΑΜ [[μυρίκη]], Μ και [[μυρίχη]])<br />[[θάμνος]] [[ρητινοφόρος]], [[τύπος]] της οικογένειας τών μυρικιδών, που φυτρώνει σε ελώδεις τόπους και [[κοντά]] στη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[άποψη]] ότι η λ. [[είναι]] [[δάνειο]] από την Εβραϊκή (<b>πρβλ.</b> εβρ. <i>m</i><i>ā</i><i>rar</i> «[[είμαι]] [[πικρός]]») και η [[σύνδεση]] της με [[μυρσίνη]], [[μύρτος]] και [[μύρρα]] θεωρούνται αβάσιμες. Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης, που εντάχθηκε στην Ελληνική με την [[κατάληξη]] -<i>ίκη</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἑλίκη]], [[ἀδίκη]]) [[κατά]] τον τύπο του λατ. <i>tamarix</i> «[[μυρίκη]]». Η Λατινική δανείστηκε τη λ. με τη [[μορφή]] <i>myrice</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 29 September 2017
English (LSJ)
[on the quantity v. infr.], ἡ,
A tamarisk (in Greece, Tamarix tetrandra; in Egypt, Tamarix articulata), θῆκεν ἀνὰ μυρίκην [ῐ] Il. 10.466; μυρίκης ἐριθηλέας ὄζους ib.467; δόρυ . . κεκλιμένον μυρίκῃσιν 21.18, cf. h.Merc.81, Nic.Th.612; but πτελέαι τε καὶ ἰτέαι ἠδὲ μυρῖκαι Il.21.350, cf. Theoc.1.13, 5.101, and Lat. myrīca; ἐκ μυρίκης πεποιημένη θύρη Hdt.2.96; μυρίκης κλῶνα Alc.119: pl., PCair.Zen.383.16 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 219] ἡ, die Tamariske, ein strauchartiges Gewächs, bes. in sumpfigen Gegenden häufig; μυρίκης τ' ἐριθηλέας ὄζους Il. 10, 467; δόρυ κεκλιμένον μυρίκῃσιν, 21, 18. 350; Folgde; ἐκ μυρίκης πεποιημένη θύρη Her. 2, 69; Theophr. u. Diosc.[Ι auch kurz gebraucht, Il. 10, 466. 21, 18 H. h. Merc. 81.]
Greek (Liddell-Scott)
μῠρίκη: ἡ, Λατ. myrīca, θάμνος τις κυρίως ἀκμάζων ἐν ἑλώδεσι τόποις καὶ πλησίον τῆς θαλάσσης, κοινῶς «μυστικιὰ» καὶ «ἁρμυρίκη», θῆκεν ἀνὰ μυρίκην [ῐ] Ἰλ. Κ. 466 μυρίκης ἐριθηλέας ὄζους αὐτόθι 467· δόρυ μὲν λίπεν αὐτοῦ ἐπ’ ὄχθῃ κεκλιμένον μυρίκῃσι, προσερηρεισμένον ταῖς μυρίκαις, Φ. 18, πρβλ. Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 81. ἀλλά, πτελέαι τε καὶ ἰτέαι ἠδὲ μυρῖκαι Ἰλ. Φ. 350· καὶ ἡ ποσότης αὕτη ἰσχύει παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς καὶ ἐν τῇ Λατ.· ἐκ μυρίκης πεποιημένη θύρη Ἡρόδ. 2. 96· - ἐντεῦθεν, μῠρῐκαῖος Ἀπόλλων Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 613. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μυρίκη· εἶδος δένδρου, ὀνομασθὲν ἀπὸ τοῦ μύρεσθαι τὴν εἰς αὐτὸ μεταβαλοῦσαν κατὰ τοὺς μύθους, τὴν Κινύρου θυγατέρα»· προσέτι, «μυρίκη· δυσώδης» ὁ αὐτ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
tamaris, arbuste, en gén. bruyère, arbrisseau croissant dans des landes.
Étymologie: DELG étym. obscure.
Greek Monolingual
και μυρικιά, η (ΑΜ μυρίκη, Μ και μυρίχη)
θάμνος ρητινοφόρος, τύπος της οικογένειας τών μυρικιδών, που φυτρώνει σε ελώδεις τόπους και κοντά στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. είναι δάνειο από την Εβραϊκή (πρβλ. εβρ. mārar «είμαι πικρός») και η σύνδεση της με μυρσίνη, μύρτος και μύρρα θεωρούνται αβάσιμες. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης, που εντάχθηκε στην Ελληνική με την κατάληξη -ίκη (πρβλ. ἑλίκη, ἀδίκη) κατά τον τύπο του λατ. tamarix «μυρίκη». Η Λατινική δανείστηκε τη λ. με τη μορφή myrice].