νεοαύξητος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(6_16)
(26)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεοαύξητος''': -ον, = [[νεαύξητος]], Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ.· νεοαυξής, ές, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[νεοθρότοις]].
|lstext='''νεοαύξητος''': -ον, = [[νεαύξητος]], Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ.· νεοαυξής, ές, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[νεοθρότοις]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νεοαύξητος]], -ον (Α)<br />αυτός που αυξήθηκε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αύξητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐξάνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δυσ</i>-<i>αύξητος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 241] neuerdings, neu vermehrt, Apoll. L. H.

Greek (Liddell-Scott)

νεοαύξητος: -ον, = νεαύξητος, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ.· νεοαυξής, ές, Ἡσύχ. ἐν λέξ. νεοθρότοις.

Greek Monolingual

νεοαύξητος, -ον (Α)
αυτός που αυξήθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -αύξητος (< αὐξάνω), πρβλ. δυσ-αύξητος].