παρίζω: Difference between revisions

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
(Autenrieth)
(31)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ipf. παρῖζεν: [[sit]] [[down]] by, Od. 4.311†.
|auten=ipf. παρῖζεν: [[sit]] [[down]] by, Od. 4.311†.
}}
{{grml
|mltxt=και [[παραΐζω]] και αιολ. τ. παρίσδω, Α<br /><b>1.</b> (το ενεργ<br />και το μέσ.) [[κάθομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον, [[παρακάθημαι]]<br /><b>2.</b> (ως μτβ.) [[βάζω]] κάποιον να καθίσει [[κοντά]] σε [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἵζω</i>, [[άλλος]] τ. του [[ἕζομαι]] «[[κάθομαι]]»].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρίζω Medium diacritics: παρίζω Low diacritics: παρίζω Capitals: ΠΑΡΙΖΩ
Transliteration A: parízō Transliteration B: parizō Transliteration C: parizo Beta Code: pari/zw

English (LSJ)

Aeol. -ίσδω,

   A sit beside, Τηλεμάχῳ δὲ παρῖζεν Od.4.311, cf. Alc.52 ; π. βουλεύουσι τοῖσι γέρουσι Hdt.6.57 ; ἐν βουλῇ Id.4.165 ; but,    II causal, seat beside, π.Πέρσῃ ἀνδρὶ ἄνδρα Μακεδόνα Id.5.20 : aor.1, παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν Il.23.359 :—hence Med. in intr. sense, seat oneself or sit beside, Hdt.7.18, 8.58, cj. in Bion 2.22 ; cf. παρέζομαι.

German (Pape)

[Seite 522] (s. ἵζω), daneben setzen, sitzen lassen, τινά τινι, Her. 5, 20; sich bei Einem setzen, Od. 4, 311; daneben sitzen, Her. 4, 165, τινί, 6, 57; so auch med., 5, 18 u. Sp., wie Bion. 15, 22.

Greek (Liddell-Scott)

παρίζω: παρακαθέζομαι, καθίζω πλησίον, Τηλεμάχῳ δὲ παρῖζεν (ὁ Μενέλαος) Ὀδ. Δ. 411˙ παρίζειν βουλεύουσι τοῖς γέρουσιν Ἡρόδ. 6. 57˙ ἐν βουλῇ ὁ αὐτ. 4. 165˙ ἀλλά, ΙΙ. κυρίως τὸ παρίζω ἦτο μεταβατικὸν ἐνεργείας, κάμνω ἢ βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ πλησίον, τόν καθίζω πλησίον, π. ἀνδρὶ Πέρσῃ ἄνδρα Μακεδόνα ὁ αὐτ. 5. 20˙ ἀόρ. α´, παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν Ἰλ. Ψ. 359˙- ὥστε τὸ μέσον παρίζομαι ἔλαβε τὴν ἀμετάβ. σημασ., καθίζω ἐμαυτὸν ἢ καθέζομαι πλησίον, Ἡρόδ. 7. 18., 8. 58, Βίων 15. 22˙ πρβλ. παρέζομαι.

French (Bailly abrégé)

1 tr. faire asseoir auprès de : τινά τινι qqn auprès de qqn;
2 intr. s’asseoir auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, ἵζω.

English (Autenrieth)

ipf. παρῖζεν: sit down by, Od. 4.311†.

Greek Monolingual

και παραΐζω και αιολ. τ. παρίσδω, Α
1. (το ενεργ
και το μέσ.) κάθομαι κοντά σε κάποιον, παρακάθημαι
2. (ως μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει κοντά σε άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἵζω, άλλος τ. του ἕζομαι «κάθομαι»].