ὁσημέραι: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(Bailly1_4) |
(29) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />chaque jour.<br />'''Étymologie:''' [[ὅσος]], [[ἡμέρα]]. | |btext=<i>adv.</i><br />chaque jour.<br />'''Étymologie:''' [[ὅσος]], [[ἡμέρα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(ΑΜ [[ὁσημέραι]])<br /><b>επίρρ.</b> από [[μέρα]] σε [[μέρα]], [[καθώς]] περνούν οι μέρες, με τον καιρό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[μέρα]], καθημερινά («[[ὁσημέραι]] ἐξελαυνόντων τῶν ἱππέων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δι' ἡμέρας [[ὁσημέραι]]» — όλη τη [[διάρκεια]] της ημέρας και [[κάθε]] [[μέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. <i>ὅσαι ἡμέραι</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv. for ὅσαι ἡμέραι,
A as many days as are, i. e. daily, day by day, Th.7.27, Ar.Pl.1006, Pl.Lg.849d, Alex.28, Phld.Ir.p.61 W. ; δι' ἡμέρας ὁ. all day and every day, Hermipp.4 ; ὁ. ἕως ἄν . . Lexap. D.24.23 : divisim, ὅσαι ἡμέραι Hyp.Ath.19, Arist.Ath.43.3, Them. Or.15.192d (so in Od.14.93, ὅσσαι . . νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ Διός εἰσιν):—so ὅσα ἔτη, every year, X.Ath.3.4 ; ὁσέτη, Ar.Th.624; ὅσοι μῆνες, every month, D.24.142 ; ὅσαι ὧραι, every hour, Them.l. c., etc.
German (Pape)
[Seite 394] = ὅσαι ἡμέραι, soviel Tage wie sind, täglich, Tag für Tag (quotidie, = quotquot dies); Ar. Plut. 1007; Plat. Legg. VIII, 849 d; Ath. VIII, 331 c XV, 696 b; mit folgendem ἕως ἄν, Dem. 24, 33, im Gesetz; Luc. Nigr. 20 Hermot. 59.
Greek (Liddell-Scott)
ὁσημέραι: Ἐπίρρ. ἀντὶ τοῦ ὅσαι ἡμέραι, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Λατ. quotidie, καὶ μὴν πρὸ τοῦ γ’ ὁσημέραι ... ἐπὶ τὴν θύραν ἐβάδιζεν ἀεὶ τὴν ἐμὴν Ἀριστοφ. Πλ. 1006, Θουκ. 7. 27, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 36· οὐ παύσεται δι’ ἡμέρας ὁσημέραι τροχάζων, δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας καθ’ ἑκάστην, Ἕρμιππος ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 1. 6· ὁσ. ἕως ἄν …, παρὰ Δημ. 707. 13· διῃρημένως, ὅσαι ἡμέραι Θεμίστ. 192D, (οὕτως ἐν Ὀδ. Ξ. 93, ὅσσαι. νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ Διὸς εἰσιν) οὕτως, ὅσα ἔτη ἢ ὁσέτη, Λατ. quotannis, Ἀριστοφ. Θεσμ. 624, Ξεν. Ἀθ. 3, 4· ὅσοι μῆνες, κατὰ μῆνα, ἕκαστον μῆνα, Δημ. 744. 25· ὅσαι ὧραι, πᾶσαν ὥραν, Θεμίστ. 192D, κτλ., ὅπερ φέρεται ὁσῶραι ἐν Εὐστ. Πονηματίοις 339. 62· ἀλλὰ ὅσαι ὧραι αὐτόθι 92. 23· πρβλ. Γρηγόρ. Κορίνθου 64. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστοτέλους Ἀθηναίων Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 114, 512.
French (Bailly abrégé)
adv.
chaque jour.
Étymologie: ὅσος, ἡμέρα.
Greek Monolingual
(ΑΜ ὁσημέραι)
επίρρ. από μέρα σε μέρα, καθώς περνούν οι μέρες, με τον καιρό
αρχ.
1. κάθε μέρα, καθημερινά («ὁσημέραι ἐξελαυνόντων τῶν ἱππέων», Θουκ.)
2. φρ. «δι' ἡμέρας ὁσημέραι» — όλη τη διάρκεια της ημέρας και κάθε μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. ὅσαι ἡμέραι].