οὐρία: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee

Source
(6_10)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐρία''': ἡ, ἴδε ἐν λ. [[οὔριος]] ΙΙ. 2.
|lstext='''οὐρία''': ἡ, ἴδε ἐν λ. [[οὔριος]] ΙΙ. 2.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οὐρία]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ούριος]] (Ι).———————— <b>(II)</b><br />η (Α [[οὐρία]])<br />το [[πτηνό]] [[ούρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το ρ. [[ουρώ]]].———————— <b>(III)</b><br />η<br />(βιοχ.-χημ.) αζωτούχα οργανική [[ένωση]], διαμίδιο του ανθρακικού οξέος που αποτελεί το κύριο αζωτούχο [[προϊόν]] του καταβολισμού τών πρωτεϊνών στα θηλαστικά και σε ορισμένους [[ιχθύς]] και εμφανίζεται στα [[ούρα]], στο [[αίμα]], στη [[χολή]], στο [[γάλα]] και στον [[ιδρώτα]], αλλ. [[καρβαμίδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Νόθο αντιδάνειο σύνθ., <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>uree</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>urina</i> «[[ούρο]]», <b>βλ. λ.</b> [[ουρώ]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Ε. Δρακούλη].
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρία Medium diacritics: οὐρία Low diacritics: ουρία Capitals: ΟΥΡΙΑ
Transliteration A: ouría Transliteration B: ouria Transliteration C: ouria Beta Code: ou)ri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A v. οὔριος 11.2.
οὐρία, ἡ,

   A a water-bird, Alex.Mynd. ap. Ath.9.395e.

German (Pape)

[Seite 418] ἡ, = οὖρος, s. οὔριος. ἡ, ein Wasservogel, Ath. IX, 395 e.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρία: ἡ, ἴδε ἐν λ. οὔριος ΙΙ. 2.

Greek Monolingual

(I)
οὐρία, ἡ (Α)
βλ. ούριος (Ι).———————— (II)
η (Α οὐρία)
το πτηνό ούρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το ρ. ουρώ].———————— (III)
η
(βιοχ.-χημ.) αζωτούχα οργανική ένωση, διαμίδιο του ανθρακικού οξέος που αποτελεί το κύριο αζωτούχο προϊόν του καταβολισμού τών πρωτεϊνών στα θηλαστικά και σε ορισμένους ιχθύς και εμφανίζεται στα ούρα, στο αίμα, στη χολή, στο γάλα και στον ιδρώτα, αλλ. καρβαμίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. uree (< λατ. urina «ούρο», βλ. λ. ουρώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Ε. Δρακούλη].