πάντη: Difference between revisions

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
(strοng)
(30)
Line 10: Line 10:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=adverb (of [[manner]]) from [[πᾶς]]; [[wholly]]: [[always]].
|strgr=adverb (of [[manner]]) from [[πᾶς]]; [[wholly]]: [[always]].
}}
{{grml
|mltxt=[[πάντῃ]], δωρ. τ. [[παντᾷ]] και σε πάπ. παντεῑ, αιολ. τ. πάντᾳ, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ναυτικό]] [[παράγγελμα]] [[κατά]] την [[εκτέλεση]] του οποίου οι ναύτες αφήνουν ελεύθερο ό,τι κρατούσαν με τα χέρια τους, κν. μπάντου ή αμπάντα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προς]] [[κάθε]] [[κατεύθυνση]], σε όλα τα μέρη, [[παντού]] («τῷ λύχνῳ [[πάντῃ]] διασκοπῶμεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> καθ' ολοκληρίαν, παντελώς, εντελώς<br /><b>3.</b> (με [[άρνηση]]) <i>οὐ [[πάντῃ]]<br />όχι εντελώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πᾶς</i>, <i>παντός</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ῃ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>απάντ</i>-<i>ή</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 463] auch πάντῃ, überall, auf allen Seiten, überall hin; ἐπῴχετο κῆλα θεοῖο πάντη ἀνὰ στρατόν, Il. 1, 384; πάντη γὰρ περὶ τεῖχος ὀρώρει πῦρ, 12, 177, öfter; πάντη φοιτῶντες ἐπ' αἶαν, Hes. O. 124; Eur. I. A. 144; Ar. Vesp. 246; Διὸς ἱερὸν δύο σταδίων πάντη, auf allen Seiten, also in's Gevierte, Her. 1, 181, vgl. 2, 168; πάντη ἴσον ἀφεστῶτας, Plat. Critia. 113 d; Folgde; τὰς τύχας οἴσει μάλιστα καὶ πάντη πάντως ἐμμελῶς, Arist. eth. 1, 10; πάντη πάντως σπιθαμιαῖον, Pol. 6, 23, 14; auch Plat. Phil. 60 c vrbdt διὰ τέλους, πάντη καὶ πάντως; vgl. S. Emp. adv. math. 7, 369. – Dor. παντᾶ, vgl. über den Accent B. A. 586, 32; Aesch. Suppl. 62 Eum. 925; Soph. Tr. 644; Ar. Lys. 169 u. öfter; Theocr. 15, 6.

Greek (Liddell-Scott)

πάντη: ἢ πάντῃ, Δωρ. παντᾷ Πινδ. Ο. 1 ἐν τέλ., 9. 36, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Λυσ. 169, 180· ἐπίρρ.· - κατὰ πᾶσαν διεύθυνσιν, πρὸς ὅλα τὰ μέρη, ἑπομένης προθέσ., πάντη ἀνὰ στρατὸν Ἰλ. Δ. 384· πάντη περὶ τεῖχος Β. 177, κτλ.· π. ἀμφὶ νέκυν Ψ. 34· πάντη φοιτῶντες ἐπ’ αἶαν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 121· ὅσον τε ἐπὶ ιη΄ σταοίους ... πάντη Ἡρόδ. 1. 126· - ὡσαύτως, π. παπταίνειν Ὀδ. Μ. 23· διασκοπεῖν Ἀριστοφ. Σφ. 246· ἱερὸν δύο σταδίων πάντη, ἐκ παντὸς μέρους, Ἡρόδ. 1. 181, πρβλ. 2. 168· κύκλῳ π. Ξεν. Ἀν. 3. 1, 2. ΙΙ. κατὰ πάντα τρόπον, ἐκ παντὸς τρόπου, ὅλως, ὁλοσχερῶς, Εὐρ. Ἀποσπ. 966· πάντη πάντως Πλάτ. Τίμ. 29C, Παρμ. 160Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 10, 11· πάντως καὶ π. Πλάτ. Φίληβ. 60C· οὐ πάντη, οὐχὶ ἐντελῶς, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 8.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 partout, de tous côtés, sur tous les points avec ou sans mouv.
2 entièrement, complètement.
Étymologie: πᾶς.

English (Strong)

adverb (of manner) from πᾶς; wholly: always.

Greek Monolingual

πάντῃ, δωρ. τ. παντᾷ και σε πάπ. παντεῑ, αιολ. τ. πάντᾳ, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτικό παράγγελμα κατά την εκτέλεση του οποίου οι ναύτες αφήνουν ελεύθερο ό,τι κρατούσαν με τα χέρια τους, κν. μπάντου ή αμπάντα
αρχ.
1. προς κάθε κατεύθυνση, σε όλα τα μέρη, παντού («τῷ λύχνῳ πάντῃ διασκοπῶμεν», Αριστοφ.)
2. καθ' ολοκληρίαν, παντελώς, εντελώς
3. (με άρνηση) οὐ πάντῃ
όχι εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + επιρρμ. κατάλ. - (πρβλ. απάντ-ή)].