παῦλα: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> cessation, repos ; fin;<br /><b>2</b> action <i>ou</i> moyen de faire cesser, gén..<br />'''Étymologie:''' [[παύω]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> cessation, repos ; fin;<br /><b>2</b> action <i>ou</i> moyen de faire cesser, gén..<br />'''Étymologie:''' [[παύω]].
}}
{{grml
|mltxt=η / παῡλα, ΝΑ<br />[[παύση]], [[κατάπαυση]], [[τέλος]], [[σταμάτημα]], [[διακοπή]] («παῡλα κακῶν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γραμμ.</b> [[σημείο]] στίξεως, αλλ. [[κεραία]] (—), με το οποίο σημαίνεται [[διακοπή]] της [[σειράς]] του λόγου, προκειμένου να παρεμβληθεί μια [[αυτοτελής]] ή παρενθετική [[φράση]] ή [[πρόταση]], η οποία μπορεί να τεθεί και [[μεταξύ]] δύο κομμάτων ή [[μέσα]] σε [[παρένθεση]]<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> η [[παύση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[τελεία]] και [[παύλα]]» — λέγεται για [[δήλωση]] οριστικού τερματισμού και παραίτησης από [[κάθε]] [[περαιτέρω]] [[ενέργεια]] ή [[συζήτηση]] για ένα [[θέμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυ</i>- του [[παύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>λ</i>-<i>α</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρώγ</i>-<i>λ</i>-<i>η</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παῦλα Medium diacritics: παῦλα Low diacritics: παύλα Capitals: ΠΑΥΛΑ
Transliteration A: paûla Transliteration B: paula Transliteration C: payla Beta Code: pau=la

English (LSJ)

ἡ, (παύω)

   A rest, pause, S.OC88 ; οὐκ ἐν παύλῃ ἐφαίνετο there seemed to be no end of it, Th.6.60.    2 c. gen., π. νόσου cessation or end of disease, S.Ph.1329, cf. Hp.Mul. 2.124 ; κακῶν S. Tr.1255, Plu.Thes.15 ; μόχθων prob. in B.9.8 ; παροξυσμοῦ Gal.10.604 ; παῦλαν ἔχον κινήσεως παῦλαν ἔχει ζωῆς Pl.Phdr.245c ; ἡδονὴν . . παῦλαν λύπης εἶναι Id.R.584b ; π. ταῖς γυναιξὶ τοῦ τεκνοῦσθαι Arist. HA585a35 ; ἡ π. τῆς τεκνοποιίας Id.Pol.1335a31 ; παῦλάν τιν' αὐτῶν some means of stopping them, X.An.5.7.32. (Written παῦλλα Puchstein Epigr.Gr.p.7.)

German (Pape)

[Seite 537] ἡ, Ruhe, Rast, das Aufhören; κακῶν, Soph. Trach. 1255; Ar. Lys. 772; νόσου, Soph. Phil. 1329; λύπης, Plat. Rep. IX, 584 b; κινήσεως, ζωῆς, Phaedr. 245 c; ἀγνοίας, Pol. 12, 28, 5; Folgde. Auch das Beendigen, Xen. An. 5, 7, 32.

Greek (Liddell-Scott)

παῦλα: -ης, -ἡ, (παύω) παῦσις, ἀνάπαυσις, σημεῖον ἀναπαύσεως, Σοφ. Ο. Κ. 88· οὐκ ἐν παύλῃ ἐφαίνετο, δὲν ἐφαίνετο τέλος αὐτοῦ, Θουκ. 6. 60. 2) μετὰ γενικ., π. νόσου, κακῶν, παῦσιςτέλος ἀσθενείας, κτλ., ἢ ἀνάπαυσις ἀπό ..., Σοφοκλ. Φιλ. 1329, Τρ. 1255, Πλούτ., κτλ.· παῦλαν ἔχον τῆς κινήσεως παῦλαν ἔχει ζωῆς Πλάτ. Φαῖδρ 245C· ἡδονὴν … παῦλαν λύπης εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 584Β· π. ταῖς γυναιξὶ τοῦ τεκνοῦσθαι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 5, 2· ἡ π. τῆς τεκνοποιίας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 7. 16. 9· ― παῦλάν τιν’ αὐτῶν, μέσον τι πρὸς παῦσιν αὐτῶν, Ξεν. Ἀν. 5. 7. 32.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 cessation, repos ; fin;
2 action ou moyen de faire cesser, gén..
Étymologie: παύω.

Greek Monolingual

η / παῡλα, ΝΑ
παύση, κατάπαυση, τέλος, σταμάτημα, διακοπή («παῡλα κακῶν», Σοφ.)
νεοελλ.
1. γραμμ. σημείο στίξεως, αλλ. κεραία (—), με το οποίο σημαίνεται διακοπή της σειράς του λόγου, προκειμένου να παρεμβληθεί μια αυτοτελής ή παρενθετική φράση ή πρόταση, η οποία μπορεί να τεθεί και μεταξύ δύο κομμάτων ή μέσα σε παρένθεση
2. μουσ. η παύση
3. φρ. «τελεία και παύλα» — λέγεται για δήλωση οριστικού τερματισμού και παραίτησης από κάθε περαιτέρω ενέργεια ή συζήτηση για ένα θέμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυ- του παύω + επίθημα -λ-α (πρβλ. τρώγ-λ-η)].