Πέλοψ: Difference between revisions
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
(SL_2) |
(31) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[Πέλοψ]] [[son]] of Tantalos, [[husband]] of Hippodameia; [[king]] of [[Pisa]] in [[Elis]]; buried at [[Olympia]] ( (O. 1.90) ff.). ἐν εὐάνορι Λυδοῦ Πέλοπος ἀποικίᾳ [[Olympia]] (O. 1.24) ἐν δρόμοις Πέλοπος at [[Olympia]] (O. 1.94) <br /> <b>1</b> ἐν βάσσαις Κρονίου Πέλοπος (O. 3.23), cf. ]Κρονίου Πέλοπος (v. [[Κρόνιος]]) Πα. 22b. 7. ἵκων δ' Οἰνομάου καὶ Πέλοπος παῤ εὐηράτων σταθμῶν (O. 5.9) Λυδὸς [[ἥρως]] [[Πέλοψ]] (O. 9.9) ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος at [[Olympia]] (O. 10.24) Κορινθίων ὑπὸ [[φωτῶν]] ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν [[ἤδη]] at the Isthmian games in the [[Peloponnese]] (N. 2.21) | |sltr=[[Πέλοψ]] [[son]] of Tantalos, [[husband]] of Hippodameia; [[king]] of [[Pisa]] in [[Elis]]; buried at [[Olympia]] ( (O. 1.90) ff.). ἐν εὐάνορι Λυδοῦ Πέλοπος ἀποικίᾳ [[Olympia]] (O. 1.24) ἐν δρόμοις Πέλοπος at [[Olympia]] (O. 1.94) <br /> <b>1</b> ἐν βάσσαις Κρονίου Πέλοπος (O. 3.23), cf. ]Κρονίου Πέλοπος (v. [[Κρόνιος]]) Πα. 22b. 7. ἵκων δ' Οἰνομάου καὶ Πέλοπος παῤ εὐηράτων σταθμῶν (O. 5.9) Λυδὸς [[ἥρως]] [[Πέλοψ]] (O. 9.9) ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος at [[Olympia]] (O. 10.24) Κορινθίων ὑπὸ [[φωτῶν]] ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν [[ἤδη]] at the Isthmian games in the [[Peloponnese]] (N. 2.21) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-οπος ὁ Α<br /><b>μυθ.</b><br />[[επώνυμος]] [[ήρωας]] της Πελοποννήσου, [[γιος]] του βασιλιά της Φρυγίας ή της Λυδίας Ταντάλου και της Κλυτίας ή της Ευρυάνασσας, [[αδελφός]] της Νιόβης και του Βροτέα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[πελιδνός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
οπος, ὁ, Pelops, Il. 2.104, etc. : Adj. Πελόπιος, E.Fr.515, etc. ; Πελοπήϊος, A. R. 1.758, al. : pecul. fem. Πελοπηΐς, ΐδος, Call. Del.72, A.R.4.1570, Nic.Fr. 104.
Greek (Liddell-Scott)
Πέλοψ: -οπος, ὁ, (πελός, ὄψ) ὁ σκοτεινὴν ἔχων ὄψιν, μελαψὸς υἱὸς τοῦ Ταντάλου, ἐλθὼν ἐκ Λυδίας εἰς Πελοπόννησον ἧς καὶ ἀνεδείχθη ἡγεμὼν καὶ ἐξ αὐτοῦ ὠνομάσθη Πελοπόννησος, Ἰλ.
French (Bailly abrégé)
οπος (ὁ) :
Pélops (« Visage-pâle ») fils de Tantale, époux d’Hippodamie.
Étymologie: πελός, ὄψ;
{rem. de Chaeréphon : « pâle » doit être une erreur de Bailly, car πελός signifie le contraire ; Chantraine s.v. πελιδνός s’interroge sur le sens de Πέλοψ et ne partage pas vraiment l’hypothèse de Kretschmer}.
English (Autenrieth)
Pelops, son of Tantalus, father of Atreus and Thyestes, gained with his wife Hippodamīa, the daughter of Oenomaus, the throne of Elis, Il. 2.104 ff.
English (Slater)
Πέλοψ son of Tantalos, husband of Hippodameia; king of Pisa in Elis; buried at Olympia ( (O. 1.90) ff.). ἐν εὐάνορι Λυδοῦ Πέλοπος ἀποικίᾳ Olympia (O. 1.24) ἐν δρόμοις Πέλοπος at Olympia (O. 1.94)
1 ἐν βάσσαις Κρονίου Πέλοπος (O. 3.23), cf. ]Κρονίου Πέλοπος (v. Κρόνιος) Πα. 22b. 7. ἵκων δ' Οἰνομάου καὶ Πέλοπος παῤ εὐηράτων σταθμῶν (O. 5.9) Λυδὸς ἥρως Πέλοψ (O. 9.9) ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος at Olympia (O. 10.24) Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη at the Isthmian games in the Peloponnese (N. 2.21)
Greek Monolingual
-οπος ὁ Α
μυθ.
επώνυμος ήρωας της Πελοποννήσου, γιος του βασιλιά της Φρυγίας ή της Λυδίας Ταντάλου και της Κλυτίας ή της Ευρυάνασσας, αδελφός της Νιόβης και του Βροτέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πελιδνός.