περιοδευτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
(6_10)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιοδευτικός''': -ή, -όν, ἐπὶ ἰατρικῆς θεραπείας, [[συστηματικός]], Διοσκ. 7 ἐν τῷ Προοιμ. ΙΙ. ὁ ἱκανὸς νὰ περιλάβῃ τι, [[δεκτικός]], τινος Πτολεμ. Τετράβ. 57, 16.
|lstext='''περιοδευτικός''': -ή, -όν, ἐπὶ ἰατρικῆς θεραπείας, [[συστηματικός]], Διοσκ. 7 ἐν τῷ Προοιμ. ΙΙ. ὁ ἱκανὸς νὰ περιλάβῃ τι, [[δεκτικός]], τινος Πτολεμ. Τετράβ. 57, 16.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[περιοδευτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[περιοδεύω]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με την [[περιοδεία]] ή με αυτόν που περιοδεύει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] να περιλάβει [[σύνολο]] γνώσεων και παρατηρήσεων («ψυχικὰς κινήσεις τῶν ἰδίως καλουμένων μαθημάτων περιοδευτικάς», Πτολεμ.)<br /><b>2.</b> (για ιατρ. [[θεραπεία]]) [[συστηματικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που επανέρχεται [[κατά]] περιόδους<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ περιοδευτικά</i><br />η [[έκθεση]] με τις παρατηρήσεις επόπτη που περιοδεύει.
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιοδευτικός Medium diacritics: περιοδευτικός Low diacritics: περιοδευτικός Capitals: ΠΕΡΙΟΔΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: periodeutikós Transliteration B: periodeutikos Transliteration C: periodeftikos Beta Code: periodeutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of a περιοδευτής : -κά, τά, inspector's report, PLips.105.16 (i/ii A. D.).    2 of medical treatment, systematic, Dsc.Ther.Praef. (dub.).    3 making a systematic study of, μαθημάτων Ptol.Tetr.57.    4 = περιοδικός 11, χρόνοι Placit.2.4.13.

German (Pape)

[Seite 584] ή, όν, zum Herumgehen gehörig, geneigt, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

περιοδευτικός: -ή, -όν, ἐπὶ ἰατρικῆς θεραπείας, συστηματικός, Διοσκ. 7 ἐν τῷ Προοιμ. ΙΙ. ὁ ἱκανὸς νὰ περιλάβῃ τι, δεκτικός, τινος Πτολεμ. Τετράβ. 57, 16.

Greek Monolingual

-ή, -ό / περιοδευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ περιοδεύω
1. ο σχετικός με την περιοδεία ή με αυτόν που περιοδεύει
αρχ.
1. ο ικανός να περιλάβει σύνολο γνώσεων και παρατηρήσεων («ψυχικὰς κινήσεις τῶν ἰδίως καλουμένων μαθημάτων περιοδευτικάς», Πτολεμ.)
2. (για ιατρ. θεραπεία) συστηματικός
3. αυτός που επανέρχεται κατά περιόδους
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περιοδευτικά
η έκθεση με τις παρατηρήσεις επόπτη που περιοδεύει.