πολύκαρπος: Difference between revisions
(SL_2) |
(33) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>πολῠκαρπος</b> <br /> <b>1</b> [[fruitful]] νιν πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονὸς (P. 9.7) | |sltr=<b>πολῠκαρπος</b> <br /> <b>1</b> [[fruitful]] νιν πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονὸς (P. 9.7) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύκαρπος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για [[φυτό]] ή [[τόπο]]) αυτός που φέρει άφθονους καρπούς, [[εύκαρπος]], [[εύφορος]] (α. «πολύκαρπο [[χωράφι]]» β. «[[τόθι]] νιν πολυμήλου και πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονός», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[καρπερός]], [[γόνιμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύκαρπον</i><br />το [[φυτό]] [[οποπάναξ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θεό) αυτός που παρέχει άφθονους καρπούς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύκαρπον</i><br />[[είδος]] φυτού του γένους [[πολύγονο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] (Ι) (<b>πρβλ.</b> <i>ολιγό</i>-<i>καρπος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A fruitful, ἀλωή Od.7.122, 24.221; χθών Pi.P.9.7 (Sup.); τὸν π. οἰνάνθας βότρυν E.Ph.230 (lyr.); δένδρον Pl.Ti.86c (Comp.), cf. Hp.Insomn.90, etc.; στέφανος μύρτων Ar.Ra.328, cf. IG3.726; rich in fruit, Φρύγες πολυκαρπότατοι Hdt.5.49; θεοί CIG2175. II πολύκαρπον, τό, = κραταιόγονον, Hp.Mul.1.65, acc. to Gal.19.132; = πολύγονον ἄρρεν, Dsc.4.4.
German (Pape)
[Seite 664] mit od. von vielen Früchten, fruchtbar; ἀλωή, Od. 7, 122. 24, 221; χθονὸς πολυκαρποτάτας, Pind. P. 9, 7; τὸν πολύκαρπον οἰνάνθας βότρυν, Eur. Phoen. 238; Φρύγες πολυκαρπότατοι, Her. 5, 49; πολυκαρπότερον σπέρμα, Plat. Tim. 86 c; Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκαρπος: -ον, ὁ ἔχων ἄφθονον καρπόν, εὔφορος, ἀλωὴ Ὀδ. Η. 122, Ω. 221· χθὼν Πινδ. Π. 9. 14· τὸν π. οἰνάνθας βότρυν Εὐρ. Φοίν. 230· στέφανος μύρτων Ἀριστοφ. Βάτρ. 301· Φρύγες πολυκαρπότατοι Ἡρόδ. 5. 49· θεοὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 2175. ΙΙ. πολύκαρπον, τό, εἶδος κραταιογόνου (βοτάνης), Ἱππ. 615. 18, Γαλην. Λεξ. σ. 548.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit beaucoup de fruits, riche en fruits, très fécond;
Cp. πολυκαρπότερος, Sp. πολυκαρπότατος.
Étymologie: πολύς, καρπός.
English (Autenrieth)
(καρπός): fruitful, Od. 7.122 and Od. 24.221.
English (Slater)
πολῠκαρπος
1 fruitful νιν πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονὸς (P. 9.7)
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύκαρπος, -ον, ΝΜΑ
1. (για φυτό ή τόπο) αυτός που φέρει άφθονους καρπούς, εύκαρπος, εύφορος (α. «πολύκαρπο χωράφι» β. «τόθι νιν πολυμήλου και πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονός», Πίνδ.)
2. (για πρόσ.) καρπερός, γόνιμος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πολύκαρπον
το φυτό οποπάναξ
αρχ.
1. (για θεό) αυτός που παρέχει άφθονους καρπούς
2. το ουδ. ως ουσ. το πολύκαρπον
είδος φυτού του γένους πολύγονο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + καρπός (Ι) (πρβλ. ολιγό-καρπος)].