προαποδίδωμι: Difference between revisions
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(6_1) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προαποδίδωμι''': [[ἐκτίθημι]] [[προηγουμένως]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7, 46. 2) [[προαποδίδωμι]] τὴν βάσιν, τελειώνω τὴν ἀπόδοσιν προτάσεώς τινος πρὸ τοῦ δέοντος, δηλ. [[ἄνευ]] τοῦ ἀπαιτουμένου ῥυθμοῦ, Λογγῖν. 41. 2. | |lstext='''προαποδίδωμι''': [[ἐκτίθημι]] [[προηγουμένως]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7, 46. 2) [[προαποδίδωμι]] τὴν βάσιν, τελειώνω τὴν ἀπόδοσιν προτάσεώς τινος πρὸ τοῦ δέοντος, δηλ. [[ἄνευ]] τοῦ ἀπαιτουμένου ῥυθμοῦ, Λογγῖν. 41. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[πληρώνω]] προκαταβολικά<br /><b>2.</b> [[εκθέτω]], [[εξηγώ]] [[προηγουμένως]]<br /><b>3.</b> [[ενεργώ]] ως [[προαποδότης]]<br /><b>4.</b> (για τα έντερα) [[είμαι]] [[ενεργητικός]] εκ τών προτέρων<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[προαποδίδωμι]] τὴν βάσιν» — [[τελειώνω]] την [[απόδοση]] μιας πρότασης [[πριν]] από τον κατάλληλο χρόνο, δηλ. [[χωρίς]] τον απαιτούμενο ρυθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀποδίδωμι]] «[[δίνω]] [[πίσω]], [[εκτελώ]], [[ερμηνεύω]] [[λέξη]] ή [[φράση]], [[εξηγώ]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
A pay in advance, PTeb.296.13 (ii A.D.). 2 give an account of first, S.E.M.7.46:—Pass., A.D. Adv.195.17. II π. τὴν βάσιν finish the rhythmical conclusion of a sentence before the speaker reaches it, Longin.41.2. III of the bowels, act first, Aët.7.39.
German (Pape)
[Seite 708] vorher wieder- od. zurückgeben; τὴν βάσιν, den vorgeschriebenen Schritt vorher thun, Longin. 41, 2.
Greek (Liddell-Scott)
προαποδίδωμι: ἐκτίθημι προηγουμένως, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7, 46. 2) προαποδίδωμι τὴν βάσιν, τελειώνω τὴν ἀπόδοσιν προτάσεώς τινος πρὸ τοῦ δέοντος, δηλ. ἄνευ τοῦ ἀπαιτουμένου ῥυθμοῦ, Λογγῖν. 41. 2.
Greek Monolingual
Α
1. πληρώνω προκαταβολικά
2. εκθέτω, εξηγώ προηγουμένως
3. ενεργώ ως προαποδότης
4. (για τα έντερα) είμαι ενεργητικός εκ τών προτέρων
5. φρ. «προαποδίδωμι τὴν βάσιν» — τελειώνω την απόδοση μιας πρότασης πριν από τον κατάλληλο χρόνο, δηλ. χωρίς τον απαιτούμενο ρυθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀποδίδωμι «δίνω πίσω, εκτελώ, ερμηνεύω λέξη ή φράση, εξηγώ»].