προκαθίημι: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προκαθήσω, <i>ao.</i> προκαθῆκα, <i>etc.</i><br />jeter auparavant : [[εἰς]] ταραχήν DÉM dans le trouble.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καθίημι]].
|btext=<i>f.</i> προκαθήσω, <i>ao.</i> προκαθῆκα, <i>etc.</i><br />jeter auparavant : [[εἰς]] ταραχήν DÉM dans le trouble.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καθίημι]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> [[κατεβάζω]] ή [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[κάτω]] [[προηγουμένως]] («[[προκαθίημι]] εἰς βαλανοδόκην βρόχον», Αιν. Τακτ.)<br /><b>3.</b> [[αποστέλλω]] εκ τών προτέρων («τοῡτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾱν ὑμᾱς», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με [[πόλη]]) [[ρίχνω]], [[εμβάλλω]] [[προηγουμένως]] σε μια [[κατάσταση]] («εἰς δὲ τὴν ταραχὴν ταύτην... παραινῶ μὴ προκαθεῑναι τὴν πόλιν ἡμῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[προκαθίημι]] τὸν λόγον [ἡ τὴν δόξαν κ.λπ.]» — [[διαδίδω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων, [[διασπείρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καθίημι]] «[[ρίχνω]], [[κατεβάζω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαθίημι Medium diacritics: προκαθίημι Low diacritics: προκαθίημι Capitals: ΠΡΟΚΑΘΙΗΜΙ
Transliteration A: prokathíēmi Transliteration B: prokathiēmi Transliteration C: prokathiimi Beta Code: prokaqi/hmi

English (LSJ)

   A let down beforehand, εἰς τὴν βαλανοδόκην βρόχον Aen.Tact.18.9: metaph., εἰς ταραχὴν π. πόλιν plunge the city into confusion, D.14.5; π. τινὰ ἐξαπατᾶν put a person forward in order to deceive, Id.19.77; π. τὸν λόγον, τὴν δόξαν, spread it before, D.C.58.9(prob.), Aristid.1.482J.:— Pass., ἐπὶ τῷ ὕδατι τὰ σκεύη προκαθεῖτο D.C.62.15.

German (Pape)

[Seite 727] (s. ἵημι), vor od. vorher hinab, hinunter schicken; εἰς ταραχὴν τὴν πόλιν μὴ προκαθεῖναι, vorher in Unruhe stürzen, Dem. 14, 5; feindlich gegen Einen vorher abschicken, τοῦτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾶν ὑμᾶς, 19, 77, Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

προκαθίημι: καθίημί τι πρότερον, τὶ εἴς τι Αἰν. Τακτ. 18· μεταφορ., εἰς δὲ τὴν ταραχὴν ταύτην... παραινῶ μὴ προκαθεῖναι τὴν πόλιν ἡμῶν, νὰ μὴ καταβυθίσητε αὐτὴν εἰς ταύτην τὴν σύγχυσιν, Δημ. 179. 20· τοῦτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾶν ὑμᾶς, τὸν ἔβαλε νὰ ἐξαπατᾷ ὑμᾶς, ὁ αὐτ. 365. 13· πρ. τὸν λόγον, τὴν δόξαν, διαδίδω πρότερον, Δίων Κ. 58. 9, Ἀριστείδ. 1. 482.

French (Bailly abrégé)

f. προκαθήσω, ao. προκαθῆκα, etc.
jeter auparavant : εἰς ταραχήν DÉM dans le trouble.
Étymologie: πρό, καθίημι.

Greek Monolingual

Α
1. κάθομαι εκ τών προτέρων
2. κατεβάζω ή ρίχνω κάτι κάτω προηγουμένωςπροκαθίημι εἰς βαλανοδόκην βρόχον», Αιν. Τακτ.)
3. αποστέλλω εκ τών προτέρων («τοῡτον αὖ προκαθῆκεν ἐξαπατᾱν ὑμᾱς», Δημοσθ.)
4. μτφ. (σχετικά με πόλη) ρίχνω, εμβάλλω προηγουμένως σε μια κατάσταση («εἰς δὲ τὴν ταραχὴν ταύτην... παραινῶ μὴ προκαθεῑναι τὴν πόλιν ἡμῶν», Δημοσθ.)
5. φρ. «προκαθίημι τὸν λόγον [ἡ τὴν δόξαν κ.λπ.]» — διαδίδω κάτι εκ τών προτέρων, διασπείρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καθίημι «ρίχνω, κατεβάζω»].