προπέτεια: Difference between revisions
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />précipitation, promptitude inconsidérée, témérité.<br />'''Étymologie:''' [[προπετής]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />précipitation, promptitude inconsidérée, témérité.<br />'''Étymologie:''' [[προπετής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ [[προπετής]]<br /><b>μτφ.</b> άκαιρη και αλόγιστη [[σπουδή]] λόγου, απερίσκεπτη [[βιασύνη]] [[κατά]] την [[ομιλία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αυθάδεια]], [[ιταμότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλίση]] ή [[πτώση]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>2.</b> εσπευσμένη [[κρίση]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] θυμού<br /><b>3.</b> [[αστάθεια]]<br /><b>4.</b> (για τη [[μύτη]] και για τα μάτια) [[προεξοχή]], [[προβολή]] [[προς]] τα έξω, [[πέταγμα]] [[προς]] τα έξω. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A headlong haste, rashness, Isoc.5.90, Arist.EN1150b19; opp.σωφροσύνη, D.19.251; πρόπου π. Id.21.38; π. καὶ θρασύτης Id.22.63, cf. 23.130; π. καὶ ἀπόνοια Id.44.58; hasty judgement, Gal. Anim.Pass.2.6; fickleness, Plb.10.6.2. II prominence, of the nose, Sor.1.103; of the eyes, Gal.18(2).301, Aët.7.2.
German (Pape)
[Seite 739] ἡ, das Vorwärtsfallen, das Vorwärtsgeneigtsein, bes. Vorschnellheit, Keckheit, Unbesonnenheit, καὶ θρασύτης Dem. 22, 63, u. öfter; προπετείας καὶ τῆς μεγίστης ἀπονοίας σημεῖον, 44, 58; oft Pol., der es mit προδοσία vrbdt, 10, 6, 2, S. Emp. oft.
Greek (Liddell-Scott)
προπέτεια: ἡ, ἀπερίσκεπτος σπουδή, ὁρμή, βία, ἀδιακρισία, αὐθάδεια, Ἰσοκρ. 100C, Δημ. 420. 11, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 8. 8· τρόπου πρ. Δημ. 526. 17· πρ. καὶ θρασύτης ὁ αὐτ. 612. 28, πρβλ. 663. 17· πρ. καὶ ἀπόνοια ὁ αὐτ. 1097. 29· ἀντίθετον τῷ σωφροσύνη, ὁ αὐτ. 420. 11· ― ἀστάθεια, Πολύβ. 10. 6, 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
précipitation, promptitude inconsidérée, témérité.
Étymologie: προπετής.
Greek Monolingual
η, ΝΑ προπετής
μτφ. άκαιρη και αλόγιστη σπουδή λόγου, απερίσκεπτη βιασύνη κατά την ομιλία
νεοελλ.
αυθάδεια, ιταμότητα
αρχ.
1. κλίση ή πτώση προς τα εμπρός
2. εσπευσμένη κρίση κατά τη διάρκεια θυμού
3. αστάθεια
4. (για τη μύτη και για τα μάτια) προεξοχή, προβολή προς τα έξω, πέταγμα προς τα έξω.