συγγνώμων: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(Bailly1_4) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, ον :<br /><b>1</b> qui est du même avis : τινος qui est d’accord sur qch;<br /><b>2</b> qui pardonne, indulgent, clément : τινι envers qqn ; τινος au sujet de qch ; [[συγγνώμων]] τινί avec un inf., indulgent envers qqn pour;<br /><b>3</b> pardonnable.<br />'''Étymologie:''' [[συγγιγνώσκω]]. | |btext=ων, ον :<br /><b>1</b> qui est du même avis : τινος qui est d’accord sur qch;<br /><b>2</b> qui pardonne, indulgent, clément : τινι envers qqn ; τινος au sujet de qch ; [[συγγνώμων]] τινί avec un inf., indulgent envers qqn pour;<br /><b>3</b> pardonnable.<br />'''Étymologie:''' [[συγγιγνώσκω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και αττ. τ. ξυγγνώμων, -ύγγνωμον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] [[γνώμη]], που συμφωνεί με κάποιον («νῡν δὲ τῆς ἀνάγκης ἔχειν συγγνώμονα τὸν Λυκοῡργον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γνωρίζει [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>3.</b> [[πρόθυμος]] στο να συγχωρεί, [[επιεικής]]<br /><b>4.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) [[άξιος]] συγγνώμης («ξύγγνωμον δ' ἐστὶ τὸ ἀκούσιον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ξύγγνωμον</i><br />η [[συγγνώμη]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συγγνώμων]] [[εἰμί]] τινι» — [[είμαι]] [[ευνοϊκός]] [[απέναντι]] σε κάποιον (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «[[συγγνώμων]] [[εἰμί]] τινος» — [[είμαι]] διατεθειμένος να συγχωρήσω κάποιον ή [[κάτι]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-[[γνώμων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος: (
A συγγιγνώσκω 1):—agreeing with, Pl.Lg. 770c; σφίσι App.BC2.122; τῆς ἀνάγκης about . ., Plu.Cleom.10; sharing knowledge with, ἀλλήλοισι cj. in Hp.Vict.1.6 (Vorsokr.i p.106). II (συγγιγνώσκω IV) disposed to pardon or forgive, indulgent, E.Fr.645, cf. Pl.Lg.921a, Arist.EN1143a19; σ. εἶναί τινι to be indulgent, show favour to a person, X.Mem.2.2.14; σ. εἶναί τινος to be disposed to forgive a thing, E.Med.870, cf. X.Cyr.6.1.37; σ. τινί τινος D.H.1.58; ξυγγνώμονες ἔστε [τισι] κολάζεσθαι, τῆς τιμωρίας τυγχάνειν, allow them to... Th.2.74; τὸ σύγγνωμον indulgence, Pl.Lg.757e; Ἀπόλλωνι καὶ Ἀσκληπιῷ συγγνώμοσιν IG42(1).432 (Epid., iv A.D.). 2 Pass., pardoned, deserving pardon or indulgence, ξ. ἐστὶ τὸ ἀκούσιον Th.3.40; ξ. τι γίγνεσθαι πρὸς τοῦ θεοῦ Id.4.98.
German (Pape)
[Seite 962] ον, 1) verzeihend; τῶν εἰρημένων συγγνώμονα εἶναι, Eur. Med. 870; θεοὺς παραιτήσῃ συγγνώμονάς σοι εἶναι, εἴ τι παρημέληκας, Xen. Mem. 2, 2, 14; ἁμαρτημάτων συγγν. καὶ πρᾷος, Cyr. 6, 1, 37; τὸ ἐπιεικὲς καὶ ξύγγνωμον, Plat. Legg. VI, 757, d, vgl. X, 906 c; συγγνώμονες ἔστε, gewähret, Thuc. 2, 74; – pass. was Verzeihung verdient, verzeihlich, erlaubt, ξ ύγγνωμόν τι γίγνεσθαι καὶ πρὸς θεοῦ, Thuc. 4. 98. – 2) übereinstimmend, derselben Meinung; App. B. C. 2, 122; Plut. Cleom. 10.
Greek (Liddell-Scott)
συγγνώμων: Ἀττ. ξυγγν-, ον, γενικ. -ονος· (συγγιγνώσκω Ι)· - ἔχων τὴν αὐτὴν γνώμην, ὁμογνώμων, σύμφωνος, Πλάτ. Νόμ. 770C· τινι Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 122· τινος, περί τινος πράγματος, Πλουτ. Κλεομ. 10. ΙΙ. (συγγιγνώσκω IV), διατεθειμένος νὰ παράσχῃ συγγνώμην, ἐπιεικής, Εὐρ. Ἀποσπ. 1030, Πλάτ. Νόμ. 921Α· συγγν. εἰμί τινι, χαρίζομαι πρός τινα, δεικνύω εὔνοιαν πρός τινα, εἶμαι εὐμενής, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 14· σ. εἰμί τινος, εἶμαι διατεθειμένος νὰ συγχωρήσω τι, Εὐρ. Μήδ. 870, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 1, 37· σ. τινί τινος Διον. Ἁλ. 1. 58· - ξυγγνώμονες δὲ ἔστε τῆς μὲν ἀδικίας κολάζεσθαι τοῖς ὑπάρχουσι προτέροις, τῆς δὲ τιμωρίας τυγχάνειν τοῖς ἐπιφέρουσι νομίμως Θουκ. 2. 74· - τὸ ξύγγνωμον, συγγνώμη, τὸ χαρίζεσθαι, Πλάτ. Νόμ. 757D. 2) Παθ., ἄξιος συγγνώμης, ξ. ἐστὶ τὸ ἀκούσιον Θουκ. 3. 40· ξ. τι γίγνεται, παρέχεται συγγνώμη, ὁ αὐτ. 4. 98. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.
French (Bailly abrégé)
ων, ον :
1 qui est du même avis : τινος qui est d’accord sur qch;
2 qui pardonne, indulgent, clément : τινι envers qqn ; τινος au sujet de qch ; συγγνώμων τινί avec un inf., indulgent envers qqn pour;
3 pardonnable.
Étymologie: συγγιγνώσκω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυγγνώμων, -ύγγνωμον, Α
1. αυτός που έχει την ίδια γνώμη, που συμφωνεί με κάποιον («νῡν δὲ τῆς ἀνάγκης ἔχειν συγγνώμονα τὸν Λυκοῡργον», Πλούτ.)
2. αυτός που γνωρίζει κάτι μαζί με άλλον
3. πρόθυμος στο να συγχωρεί, επιεικής
4. (με παθ. σημ.) άξιος συγγνώμης («ξύγγνωμον δ' ἐστὶ τὸ ἀκούσιον», Θουκ.)
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξύγγνωμον
η συγγνώμη
6. φρ. α) «συγγνώμων εἰμί τινι» — είμαι ευνοϊκός απέναντι σε κάποιον (Ευρ.)
β) «συγγνώμων εἰμί τινος» — είμαι διατεθειμένος να συγχωρήσω κάποιον ή κάτι (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. προ-γνώμων.