σύγκλητος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />convoqué, assemblé : [[σύγκλητος]] [[ἐκκλησία]] DÉM assemblée par convocation, <i>càd</i> extraordinaire (<i>p. opp. à</i> [[κυρία]]) ; ἡ [[σύγκλητος]] ([[βουλή]]) assemblée délibérante.<br />'''Étymologie:''' [[συγκαλέω]].
|btext=ος, ον :<br />convoqué, assemblé : [[σύγκλητος]] [[ἐκκλησία]] DÉM assemblée par convocation, <i>càd</i> extraordinaire (<i>p. opp. à</i> [[κυρία]]) ; ἡ [[σύγκλητος]] ([[βουλή]]) assemblée délibérante.<br />'''Étymologie:''' [[συγκαλέω]].
}}
{{grml
|mltxt=η / [[σύγκλητος]], -ον, ΝΜΑ, και τ. αρσ. σύνκλητος και θεσσ. τ. θηλ. [[συγκλείς]], -εῑτος, Α [[συγκαλῶ]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[σύγκλητος]]<br />κυβερνητικό και συμβουλευτικό [[σώμα]] της αρχαίας Ρώμης που διατηρήθηκε σε όλες τις πολιτειακές αλλαγές που συνέβησαν, [[καθώς]] και στο Βυζάντιο, υπέστη όμως αλλαγές ως [[προς]] τη [[σύνθεση]] και τις δικαιοδοσίες του<br /><b>νεοελλ.</b><br />ενιαύσιο διοικητικό [[σώμα]] τών πανεπιστημίων ή άλλων ανώτατων σχολών το οποίο αποτελείται από καθηγητές τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συναθροίστηκε με [[πρόσκληση]] στο ίδιο [[μέρος]] για τον ίδιο σκοπό («σύγκλητον [[στράτευμα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ σύγκλητοι</i><br />οι προσκεκλημένοι<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[σύγκλητος]]<br />(ενν. [[βουλή]]) νομοθετικό [[σώμα]] διαφόρων πολιτειών, η [[βουλή]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[εκκλησία]] του δήμου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σύγκλητος]] [[ἐκκλησία]]» — έκτακτη [[συνέλευση]] την οποία συγκαλούσε ο [[στρατηγός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[κυρία]], την [[τακτική]] [[συνέλευση]]<br />β) «Σύγκλητος [[θεός]]»<br />(ως [[επιγραφή]] σε νομίσματα [[πόλεων]] της Μικράς Ασίας) η [[γερουσία]] της Ρώμης.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[σύγκλητος]], -ον, ΝΜΑ, και τ. αρσ. σύνκλητος και θεσσ. τ. θηλ. [[συγκλείς]], -εῑτος, Α [[συγκαλῶ]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[σύγκλητος]]<br />κυβερνητικό και συμβουλευτικό [[σώμα]] της αρχαίας Ρώμης που διατηρήθηκε σε όλες τις πολιτειακές αλλαγές που συνέβησαν, [[καθώς]] και στο Βυζάντιο, υπέστη όμως αλλαγές ως [[προς]] τη [[σύνθεση]] και τις δικαιοδοσίες του<br /><b>νεοελλ.</b><br />ενιαύσιο διοικητικό [[σώμα]] τών πανεπιστημίων ή άλλων ανώτατων σχολών το οποίο αποτελείται από καθηγητές τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συναθροίστηκε με [[πρόσκληση]] στο ίδιο [[μέρος]] για τον ίδιο σκοπό («σύγκλητον [[στράτευμα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ σύγκλητοι</i><br />οι προσκεκλημένοι<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[σύγκλητος]]<br />(ενν. [[βουλή]]) νομοθετικό [[σώμα]] διαφόρων πολιτειών, η [[βουλή]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[εκκλησία]] του δήμου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σύγκλητος]] [[ἐκκλησία]]» — έκτακτη [[συνέλευση]] την οποία συγκαλούσε ο [[στρατηγός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[κυρία]], την [[τακτική]] [[συνέλευση]]<br />β) «Σύγκλητος [[θεός]]»<br />(ως [[επιγραφή]] σε νομίσματα [[πόλεων]] της Μικράς Ασίας) η [[γερουσία]] της Ρώμης.
|mltxt=η / [[σύγκλητος]], -ον, ΝΜΑ, και τ. αρσ. σύνκλητος και θεσσ. τ. θηλ. [[συγκλείς]], -εῑτος, Α [[συγκαλῶ]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[σύγκλητος]]<br />κυβερνητικό και συμβουλευτικό [[σώμα]] της αρχαίας Ρώμης που διατηρήθηκε σε όλες τις πολιτειακές αλλαγές που συνέβησαν, [[καθώς]] και στο Βυζάντιο, υπέστη όμως αλλαγές ως [[προς]] τη [[σύνθεση]] και τις δικαιοδοσίες του<br /><b>νεοελλ.</b><br />ενιαύσιο διοικητικό [[σώμα]] τών πανεπιστημίων ή άλλων ανώτατων σχολών το οποίο αποτελείται από καθηγητές τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συναθροίστηκε με [[πρόσκληση]] στο ίδιο [[μέρος]] για τον ίδιο σκοπό («σύγκλητον [[στράτευμα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ σύγκλητοι</i><br />οι προσκεκλημένοι<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[σύγκλητος]]<br />(ενν. [[βουλή]]) νομοθετικό [[σώμα]] διαφόρων πολιτειών, η [[βουλή]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[εκκλησία]] του δήμου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σύγκλητος]] [[ἐκκλησία]]» — έκτακτη [[συνέλευση]] την οποία συγκαλούσε ο [[στρατηγός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[κυρία]], την [[τακτική]] [[συνέλευση]]<br />β) «Σύγκλητος [[θεός]]»<br />(ως [[επιγραφή]] σε νομίσματα [[πόλεων]] της Μικράς Ασίας) η [[γερουσία]] της Ρώμης.
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκλητος Medium diacritics: σύγκλητος Low diacritics: σύγκλητος Capitals: ΣΥΓΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: sýnklētos Transliteration B: synklētos Transliteration C: sygklitos Beta Code: su/gklhtos

English (LSJ)

ον,

   A called together, summoned, στράτευμα E.IA 301 (lyr.); σύγκλητον τήνδε γερόντων . . λέσχην S.Ant.160 (anap.); οἱ σ. invited guests, Poll.6.12.    II σ. ἐκκλησία at Athens, an assembly specially summoned, opp. κυρία, Decr. ap. D.18.37, cf. 73, IG22.945.5 (ii B.C.).    2 generally, σύγκλητος (sc. βουλή), ἡ, summoned council, opp. ἐκκλησία, Arist.Pol.1275b8; at Carthage, Plb.10.18.1; in the Achaean League, Id.29.24.6, IG7.411.13 (Oropus, ii B.C.); freq. of the Roman Senate, Plb.21.1.3, al., Str.3.4.20, D.S.4.83, etc., and in Inscrr., as SIG591.68 (Lampsacus, ii B.C.), 785.12 (Chios, i A.D.), etc.; personified, θεὸς Σ. OGI479.4 (Dorylaeum, ii A.D.): cf. συγκλείς.    3 πρὸς τὴν σ. dub. sens. in PTeb.5.197 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 968] zusammengerufen; γερόντων λέσχη, Soph. Ant. 159; στράτευμα, Eur. I. A. 301; ἐκκλησία, Dem. 18, 73, s. ἐκκλησία; – ἡ σύγκλητος, sc. βουλή, die Rathsversammlung, Arist. pol. 3. 1, der Senat, Pol. oft.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκλητος: -ον, ὁ συγκεκλημένος ὁμοῦ, συγκληθείς, στράτευμα διάφ. γραφ. ἐν Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 301 (ἴδε σύγκλυς), σύγκλητον τήνδε γερόντων... λέσχην Σοφοκλ. Ἀντ. 159˙ οἱ σ., προσκεκλημένοι δαιτυμόνες, Πολυδ. Ϛ΄, 12. ΙΙ. σ. ἐκκλησία, ἐν Ἀθήναις, ἰδιαιτέρα ἔκτακτος συνέλευσις ἣν συνεκάλει ὁ στρατηγὸς (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς συνήθεις (τακτικὰς) συνελεύσεις αἵτινες ἐκαλοῦντο αἱ κύριαι), Ψήφισμα παρὰ Δημ. 238. 2, πρβλ. 249. 12, καὶ Λεξ. Ἀρχαιοτ. 2) καθόλου, σύγκλητος (δηλ. ἐκκλησία), ἡ, νομοθετικὸν σῶμα, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 10˙ ἐν Ἄργει, Συλλ. Ἐπιγρ. 1124˙ ἐν Καρχηδόνι, Πολύβ. 10. 18, 1˙ καὶ ἐν τῇ συμπολιτείᾳ τῶν Ἀχαιῶν, ὁ αὐτ. 29. 9, 6˙ συχν. ἐπὶ τῆς Ρωμαϊκῆς γερουσίας, Senatus, ὁ αὐτ. 20. 12, 3, κ. ἀλλ.˙ ὡσαύτως, ἐν Ἐπιγραφαῖς, οἷον Συλλ. Ἐπιγρ. 1711. 7., 2222, κ. ἀλλαχοῦ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
convoqué, assemblé : σύγκλητος ἐκκλησία DÉM assemblée par convocation, càd extraordinaire (p. opp. à κυρία) ; ἡ σύγκλητος (βουλή) assemblée délibérante.
Étymologie: συγκαλέω.

Greek Monolingual

η / σύγκλητος, -ον, ΝΜΑ, και τ. αρσ. σύνκλητος και θεσσ. τ. θηλ. συγκλείς, -εῑτος, Α συγκαλῶ
το θηλ. ως ουσ. η σύγκλητος
κυβερνητικό και συμβουλευτικό σώμα της αρχαίας Ρώμης που διατηρήθηκε σε όλες τις πολιτειακές αλλαγές που συνέβησαν, καθώς και στο Βυζάντιο, υπέστη όμως αλλαγές ως προς τη σύνθεση και τις δικαιοδοσίες του
νεοελλ.
ενιαύσιο διοικητικό σώμα τών πανεπιστημίων ή άλλων ανώτατων σχολών το οποίο αποτελείται από καθηγητές τους
αρχ.
1. αυτός που συναθροίστηκε με πρόσκληση στο ίδιο μέρος για τον ίδιο σκοπό («σύγκλητον στράτευμα», Ευρ.)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ σύγκλητοι
οι προσκεκλημένοι
3. το θηλ. ως ουσ. σύγκλητος
(ενν. βουλή) νομοθετικό σώμα διαφόρων πολιτειών, η βουλή, σε αντιδιαστολή προς την εκκλησία του δήμου
4. φρ. α) «σύγκλητος ἐκκλησία» — έκτακτη συνέλευση την οποία συγκαλούσε ο στρατηγός, σε αντιδιαστολή προς την κυρία, την τακτική συνέλευση
β) «Σύγκλητος θεός»
(ως επιγραφή σε νομίσματα πόλεων της Μικράς Ασίας) η γερουσία της Ρώμης.

Greek Monolingual

η / σύγκλητος, -ον, ΝΜΑ, και τ. αρσ. σύνκλητος και θεσσ. τ. θηλ. συγκλείς, -εῑτος, Α συγκαλῶ
το θηλ. ως ουσ. η σύγκλητος
κυβερνητικό και συμβουλευτικό σώμα της αρχαίας Ρώμης που διατηρήθηκε σε όλες τις πολιτειακές αλλαγές που συνέβησαν, καθώς και στο Βυζάντιο, υπέστη όμως αλλαγές ως προς τη σύνθεση και τις δικαιοδοσίες του
νεοελλ.
ενιαύσιο διοικητικό σώμα τών πανεπιστημίων ή άλλων ανώτατων σχολών το οποίο αποτελείται από καθηγητές τους
αρχ.
1. αυτός που συναθροίστηκε με πρόσκληση στο ίδιο μέρος για τον ίδιο σκοπό («σύγκλητον στράτευμα», Ευρ.)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ σύγκλητοι
οι προσκεκλημένοι
3. το θηλ. ως ουσ. σύγκλητος
(ενν. βουλή) νομοθετικό σώμα διαφόρων πολιτειών, η βουλή, σε αντιδιαστολή προς την εκκλησία του δήμου
4. φρ. α) «σύγκλητος ἐκκλησία» — έκτακτη συνέλευση την οποία συγκαλούσε ο στρατηγός, σε αντιδιαστολή προς την κυρία, την τακτική συνέλευση
β) «Σύγκλητος θεός»
(ως επιγραφή σε νομίσματα πόλεων της Μικράς Ασίας) η γερουσία της Ρώμης.