συμπαραμένω: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
(39)
(39)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=[[future]] ἀυμπαραμένω; "to [[abide]] [[together]] [[with]] ([[Hippocrates]], [[Thucydides]], [[Dionysius]] [[Halicarnassus]], others); to [[continue]] to [[live]] [[together]]": τίνι, [[with]] [[one]], others, [[παραμένω]], [[which]] [[see]]) (Psalm 72:5>).
|txtha=[[future]] ἀυμπαραμένω; "to [[abide]] [[together]] [[with]] ([[Hippocrates]], [[Thucydides]], [[Dionysius]] [[Halicarnassus]], others); to [[continue]] to [[live]] [[together]]": τίνι, [[with]] [[one]], others, [[παραμένω]], [[which]] [[see]]) (Psalm 72:5>).
}}
{{grml
|mltxt=Α [[παραμένω]]<br /><b>1.</b> [[εξακολουθώ]] να [[παραμένω]]<br /><b>2.</b> [[εξακολουθώ]] να [[μένω]] [[πιστός]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> [[διαρκώ]] όσο και [[κάποιος]] [[άλλος]] ή [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>4.</b> [[απομένω]] («τοῡτο συμπαρέμεινε τοῑς ἐκγόνοις», Θεμίστ.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[παραμένω]]<br /><b>1.</b> [[εξακολουθώ]] να [[παραμένω]]<br /><b>2.</b> [[εξακολουθώ]] να [[μένω]] [[πιστός]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> [[διαρκώ]] όσο και [[κάποιος]] [[άλλος]] ή [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>4.</b> [[απομένω]] («τοῡτο συμπαρέμεινε τοῑς ἐκγόνοις», Θεμίστ.).
|mltxt=Α [[παραμένω]]<br /><b>1.</b> [[εξακολουθώ]] να [[παραμένω]]<br /><b>2.</b> [[εξακολουθώ]] να [[μένω]] [[πιστός]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> [[διαρκώ]] όσο και [[κάποιος]] [[άλλος]] ή [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>4.</b> [[απομένω]] («τοῡτο συμπαρέμεινε τοῑς ἐκγόνοις», Θεμίστ.).
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαραμένω Medium diacritics: συμπαραμένω Low diacritics: συμπαραμένω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΜΕΝΩ
Transliteration A: symparaménō Transliteration B: symparamenō Transliteration C: symparameno Beta Code: sumparame/nw

English (LSJ)

fut.

   A -μενῶ PSI1.64.3 (i B.C.):—stay along with or among, Hp.Prorrh. 2.15, Int.6: c. dat., Th.6.89, SIG567 A12 (Calymna, iii B.C.); [γυνὴ] ἀτυχοῦντι συμπαρέμεινεν Men.325.11, cf.PSIl.c.; endure as long as, τῷ βίῳ Jul.Caes.324d.

German (Pape)

[Seite 984] (s. μένω), mit od. zugleich dabei bleiben, ἀπ' ἐκείνου ξυμπαρέμεινεν ἡ προστασία ἡμῖν τοῦ πλήθους Thuc. 6, 89.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραμένω: παραμένω ὁμοῦ, Ἱππ. Προρρ. 100· μετὰ δοτ., Θουκ. 6. 89 [γυνὴ] ἀτυχοῦντι συμπαρέμεινεν Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 1. 11.

French (Bailly abrégé)

rester en même temps que, τινι ; abs. persister.
Étymologie: σύν, παραμένω.

English (Strong)

from σύν and παραμένω; to remain in company, i.e. still live: continue with.

English (Thayer)

future ἀυμπαραμένω; "to abide together with (Hippocrates, Thucydides, Dionysius Halicarnassus, others); to continue to live together": τίνι, with one, others, παραμένω, which see) (Psalm 72:5>).

Greek Monolingual

Α παραμένω
1. εξακολουθώ να παραμένω
2. εξακολουθώ να μένω πιστός σε κάποιον
3. διαρκώ όσο και κάποιος άλλος ή κάτι άλλο
4. απομένω («τοῡτο συμπαρέμεινε τοῑς ἐκγόνοις», Θεμίστ.).

Greek Monolingual

Α παραμένω
1. εξακολουθώ να παραμένω
2. εξακολουθώ να μένω πιστός σε κάποιον
3. διαρκώ όσο και κάποιος άλλος ή κάτι άλλο
4. απομένω («τοῡτο συμπαρέμεινε τοῑς ἐκγόνοις», Θεμίστ.).