τήτη: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
(6_10) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τήτη''': ἡ, «[[ἀπορία]], [[ἔνδεια]], [[στέρησις]]» Ἡσύχ.· - ἐκ ταύτης τῆς λέξεως γίνεται τὸ [[ῥῆμα]] [[τητάομαι]]. | |lstext='''τήτη''': ἡ, «[[ἀπορία]], [[ἔνδεια]], [[στέρησις]]» Ἡσύχ.· - ἐκ ταύτης τῆς λέξεως γίνεται τὸ [[ῥῆμα]] [[τητάομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀπορία]], [[ἔνδεια]], [[στέρησις]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>τητῶμαι</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A want, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1109] ἡ, Mangel, Entbehrung, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
τήτη: ἡ, «ἀπορία, ἔνδεια, στέρησις» Ἡσύχ.· - ἐκ ταύτης τῆς λέξεως γίνεται τὸ ῥῆμα τητάομαι.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀπορία, ἔνδεια, στέρησις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. τητῶμαι].