τιτίς: Difference between revisions
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> petit oiseau gazouillant;<br /><b>2</b> tison;<br /><b>3</b> le sexe de la femme.<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée ; cf. [[τιτυβίζω]]. | |btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> petit oiseau gazouillant;<br /><b>2</b> tison;<br /><b>3</b> le sexe de la femme.<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée ; cf. [[τιτυβίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, ΜΑ<br /><b>1.</b> μικρό [[πτηνό]], [[νεοσσός]] που τιτίζει<br /><b>2.</b> το γυναικείο [[αιδοίο]]<br /><b>3.</b> [[δαυλί]], μισοαναμμένο [[ξύλο]]<br /><b>μσν.</b><br />([[κατά]] τον Ψελλ.) «τιτίδας φλέβας λέγουσι τὰς περὶ τὴν καρδίαν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. [[τιτίζω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A a small chirping bird, Phot. II pudendum muliebre, Id. III full-sized bath-tub, Alex.Trall.8.2, prob. cj. in Febr.2 (τίναν and τιτάδα codd.).
German (Pape)
[Seite 1121] ίδος, ἡ, ein kleiner, pipender Vogel, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
τῑτίς: -ίδος, ἡ, ὡς τὸ πιπώ, μικρὸν τιτίζον πτηνόν, «βραχὺ ὀρνίθιον» Φώτ. ΙΙ. τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον αὐτόθι. - «τιτὶς καὶ ἡ κίρκος» αὐτόθι. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς μεταγεν. ἀντὶ τοῦ Λατ. titio, δαλός, ξύλον ἡμίφλεκτον, Ἀλέξ. Τραλλ. 10, σ. 570. IV. τιτίδας φλέβας λέγουσι τὰς περὶ τὴν καρδίαν Ψελλ. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ, 3. σ. 226, 450, Ζωναρ. Λεξ. σ. 1732.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 petit oiseau gazouillant;
2 tison;
3 le sexe de la femme.
Étymologie: DELG onomatopée ; cf. τιτυβίζω.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, ΜΑ
1. μικρό πτηνό, νεοσσός που τιτίζει
2. το γυναικείο αιδοίο
3. δαυλί, μισοαναμμένο ξύλο
μσν.
(κατά τον Ψελλ.) «τιτίδας φλέβας λέγουσι τὰς περὶ τὴν καρδίαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τιτίζω].