τυμπανισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(Bailly1_5)
(42)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de battre du tambour ; ministère des prêtres de Cybèle.<br />'''Étymologie:''' [[τυμπανίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de battre du tambour ; ministère des prêtres de Cybèle.<br />'''Étymologie:''' [[τυμπανίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[τυμπανίζω]]<br />η [[κρούση]] τύμπανου, [[τυμπανοκρουσία]], η οποία [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] γινόταν [[κυρίως]] στις τελετές [[προς]] τιμήν της Κυβέλης και του Διονύσου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ήχος]] τύμπανου<br /><b>2.</b> (ιατρ.-[[κτην]].) α) ο [[τυμπανικός]] [[ήχος]] που παράγεται [[κατά]] την [[επίκρουση]] σημείων του σώματος<br />β) [[διόγκωση]] της κοιλιάς που προκαλείται από [[συσσώρευση]] αερίων στα έντερα ή στον στόμαχο, [[μετεωρισμός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[άγριος]] ξυλοδαρμός<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> η [[ιεροτελεστία]] [[προς]] τιμήν της Κυβέλης<br /><b>2.</b> [[αποκεφαλισμός]].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμπᾰνισμός Medium diacritics: τυμπανισμός Low diacritics: τυμπανισμός Capitals: ΤΥΜΠΑΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: tympanismós Transliteration B: tympanismos Transliteration C: tympanismos Beta Code: tumpanismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A beating of drums, drumming, as the Galli did in the worship of Cybele, Ar.Lys.388; in the Dionysus-cult, Str.15.1.8; as a superstitious practice, in pl., Plu.2.171b,338c.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπᾰνισμός: ὁ, ἡ κροῦσις τυμπάνων, ὡς οἱ Γάλλοι ἐποίουν τυμπανίζοντες κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς Κυβέλης, Ἀριστοφ. Λυσ. 328· πρβλ. Λοβεκ. Ἀγλαόφ. σ. 652 κἑξ.· - ὅθεν καὶ αὐτὴ αὕτη ἡ λατρεία ἡ ἄλλως καλουμένη μητρῷα ἱερά, Πλάτ. 2. 171Β, 338C. 2) = ἀποκεφαλισμός, Ἀθαν. τ. 2, σ. 334C.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de battre du tambour ; ministère des prêtres de Cybèle.
Étymologie: τυμπανίζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ τυμπανίζω
η κρούση τύμπανου, τυμπανοκρουσία, η οποία κατά την αρχαιότητα γινόταν κυρίως στις τελετές προς τιμήν της Κυβέλης και του Διονύσου
νεοελλ.
1. ήχος τύμπανου
2. (ιατρ.-κτην.) α) ο τυμπανικός ήχος που παράγεται κατά την επίκρουση σημείων του σώματος
β) διόγκωση της κοιλιάς που προκαλείται από συσσώρευση αερίων στα έντερα ή στον στόμαχο, μετεωρισμός
3. μτφ. άγριος ξυλοδαρμός
αρχ.
1. συνεκδ. η ιεροτελεστία προς τιμήν της Κυβέλης
2. αποκεφαλισμός.