φρικαλέος: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui se hérisse de froid ; <i>p. ext.</i> dont la surface est hérissée, raboteuse;<br /><b>2</b> qui fait frissonner, effrayant, terrible.<br />'''Étymologie:''' [[φρίκη]].
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui se hérisse de froid ; <i>p. ext.</i> dont la surface est hérissée, raboteuse;<br /><b>2</b> qui fait frissonner, effrayant, terrible.<br />'''Étymologie:''' [[φρίκη]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[φρικαλέος]], -α, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[φρίκη]], [[φρικτός]]<br /><b>2.</b> [[απαίσιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναρριγεί από το [[ψύχος]]<br /><b>2.</b> ο [[τραχύς]] στην [[επιφάνεια]] («φρικαλέῃσιν ἐπὶ πλευρῇσιν», <b>Ανθ. Παλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φρικαλέως]] και <i>φρικαλέα</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο φρικαλέο, φρικτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρίξ]], <i>φρικός</i> «[[ελαφρά]] [[κύμανση]] υδάτινης επιφάνειας, [[ανατρίχιασμα]], [[ρίγος]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλέος</i> (<b>πρβλ.</b> [[θαρραλέος]], <i>νυστ</i>-<i>αλέος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρῑκᾰλέος Medium diacritics: φρικαλέος Low diacritics: φρικαλέος Capitals: ΦΡΙΚΑΛΕΟΣ
Transliteration A: phrikaléos Transliteration B: phrikaleos Transliteration C: frikaleos Beta Code: frikale/os

English (LSJ)

α, ον,

   A shivering with cold, Hp.VM16 (Comp.), Cat. Cod.Astr.2.165.    II dreadful, horrid, AP7.69 (Jul.), 9.300 (Addaeus); σπιλάς ib.7.382 (Phil.), cf. Tryph.195; ἄχθος πόνων Androm. ap.Gal.14.33; awe-inspiring, λόγος Hymn.Is.12.

German (Pape)

[Seite 1306] 1) eigtl. rauh, uneben auf der Oberfläche; σπιλάς Philp. 32 (VII, 382); Tryphiod. 190. – 2) schaurig, schrecklich; νάπος Add. 2 (IX, 300); νέκυς Iul. Aeg. 59 (VII, 69); sp. D., wie Nonn. D. 9, 42.

Greek (Liddell-Scott)

φρῑκαλέος: έα, ον, ὁ φρίσσων, φρικιῶν, ἀνατριχάζων ἐκ τοῦ ψύχους, Λατ. horrens, horribus, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 14. 2) ὁ ἔχων τραχεῖαν ἐπιφάνειαν, σπιλὰς Ἀνθ. Παλατ. 7. 382, Tρυφιόδ. (γράφε Τριφ-) 195. ΙΙ. τρομερός, φοβερός, φρικτός Ἀνθ. Παλατ. 7. 69., 9. 300.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui se hérisse de froid ; p. ext. dont la surface est hérissée, raboteuse;
2 qui fait frissonner, effrayant, terrible.
Étymologie: φρίκη.

Greek Monolingual

-α, -ο / φρικαλέος, -α, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός
2. απαίσιος
αρχ.
1. αυτός που αναρριγεί από το ψύχος
2. ο τραχύς στην επιφάνεια («φρικαλέῃσιν ἐπὶ πλευρῇσιν», Ανθ. Παλ.).
επίρρ...
φρικαλέως και φρικαλέα Ν
κατά τρόπο φρικαλέο, φρικτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός «ελαφρά κύμανση υδάτινης επιφάνειας, ανατρίχιασμα, ρίγος» + επίθημα -αλέος (πρβλ. θαρραλέος, νυστ-αλέος)].