σύριχος: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(6_15) |
(40) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύρῐχος''': ὁ, ἴδε [[ὑριχός]]. | |lstext='''σύρῐχος''': ὁ, ἴδε [[ὑριχός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ὑριχός]] και ὕρισχος, ὁ, Α<br />[[συρίσκος]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για λ. του καθημερινού λεξιλογίου όπως φανερώνει η [[ποικιλία]] μορφών που παρουσιάζουν οι συγγενείς τ. (<b>πρβλ.</b> [[συρίσκος]], [[σύρισσος]], <i>ὑρρίς</i>, <i>ὕρον</i>), [[καθώς]] και η [[εναλλαγή]] τών επιθημάτων -<i>ιχος</i> και -<i>ίσκος</i> στους τ. [[σύριχος]] και [[συρίσκος]]. Προβλήματα γεννά, εξάλλου, και η ύπαρξη τύπων [[χωρίς]] αρκτικό <i>σ</i>-. Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για δάνειες λ. με αρκτικό <i>συ</i>-, το οποίο στην Ελληνική αποδόθηκε με <i>ὑ</i>-, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το αρκτικό <i>ὑ</i>- τών τ. προήλθε από τη, χαρακτηριστική σε ορισμένες διαλέκτους, [[αποβολή]] του αρκτικού <i>σ</i>-. Έχει διατυπωθεί [[επίσης]] η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για τ. πελασγικούς. Τέλος, και οι συνδέσεις με τους τ. [[ἄρριχος]] «[[κοφίνι]] από [[λυγαριά]]» και [[ῥίσκος]] «[[κιβώτιο]]» παραμένουν ανεπιβεβαίωτες]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1040] ὁ, = ὑῤῥίσκος, Alexis bei Ath. III, 76 d, zw.
Greek (Liddell-Scott)
σύρῐχος: ὁ, ἴδε ὑριχός.
Greek Monolingual
και ὑριχός και ὕρισχος, ὁ, Α
συρίσκος (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για λ. του καθημερινού λεξιλογίου όπως φανερώνει η ποικιλία μορφών που παρουσιάζουν οι συγγενείς τ. (πρβλ. συρίσκος, σύρισσος, ὑρρίς, ὕρον), καθώς και η εναλλαγή τών επιθημάτων -ιχος και -ίσκος στους τ. σύριχος και συρίσκος. Προβλήματα γεννά, εξάλλου, και η ύπαρξη τύπων χωρίς αρκτικό σ-. Κατά μία άποψη, πρόκειται για δάνειες λ. με αρκτικό συ-, το οποίο στην Ελληνική αποδόθηκε με ὑ-, ενώ, κατ' άλλη άποψη, το αρκτικό ὑ- τών τ. προήλθε από τη, χαρακτηριστική σε ορισμένες διαλέκτους, αποβολή του αρκτικού σ-. Έχει διατυπωθεί επίσης η υπόθεση ότι πρόκειται για τ. πελασγικούς. Τέλος, και οι συνδέσεις με τους τ. ἄρριχος «κοφίνι από λυγαριά» και ῥίσκος «κιβώτιο» παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].