τέγος: Difference between revisions

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
(SL_2)
(40)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[τέγος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[roof]] i. e. [[chamber]] ([[ἀνδριάς]]) Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγεϊ Παρνασσίῳ καθέσσαντο i. e. in [[some]] [[sacred]] [[chamber]] (P. 5.41) Χίρων τράφε λιθίνῳ Ἰάσον' [[ἔνδον]] τέγει (in his [[cave]]) (N. 3.54)
|sltr=[[τέγος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[roof]] i. e. [[chamber]] ([[ἀνδριάς]]) Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγεϊ Παρνασσίῳ καθέσσαντο i. e. in [[some]] [[sacred]] [[chamber]] (P. 5.41) Χίρων τράφε λιθίνῳ Ἰάσον' [[ἔνδον]] τέγει (in his [[cave]]) (N. 3.54)
}}
{{grml
|mltxt=-εος και -ους, τὸ, ΜΑ<br />[[πορνείο]] (α. «πάνδημοι ἐργασίαι [[τέγεος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b><br />β. «[[γύναιον]] ἐκ δημοσίου τέγους», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στέγη]] («[[τέγος]] τοῡ οἰκήματος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> στεγασμένος [[χώρος]], [[δωμάτιο]], [[οίκημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στεγ</i>- του [[στέγω]] (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] [[s]]<i>teg</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. ουδ. -<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> και [[στέγος]].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέγος Medium diacritics: τέγος Low diacritics: τέγος Capitals: ΤΕΓΟΣ
Transliteration A: tégos Transliteration B: tegos Transliteration C: tegos Beta Code: te/gos

English (LSJ)

εος, τό,

   A = στέγος, roof, Od.1.333, 10.559, 11.64, al. (never in Il.), Ar.Nu.1126,1488, Men.Sam.246, Herod.3.40; οὑπὶ τοῦ τέγους you on the roof! Ar.Nu.1502, cf. V.68; θεῶ μ' ἀπὸ τοῦ τέγους Id.Ach.262, cf. Lys.3.11; τ. τοῦ οἰκήματος Th.4.48, cf. X.Cyr.7.5.22, HG4.4.12, etc.    II any covered hall or chamber, τ. Παρνάσιον the temple at Delphi, Pi.P.5.41; λιθίνῳ ἔνδον τέγει, i.e. in a cave, Id.N.3.54.    III later, brothel, stew, AP11.363 (Diosc.), Plb. 12.13.2, Man.6.143. (Not found in Trag.) (Cf. Lat. tego.)

German (Pape)

[Seite 1079] εος, τό, wie στέγος, Dach, Decke des Hauses od. Zimmers; Od. 10, 559. 11, 64; τοῦ οἰκήματος, Thuc. 4, 48; Xen. Cyr. 7, 5, 22; ἐπὶ τὸ τέγος ἀναβάντες, Pol. 5, 76, 4; übh. jeder bedeckte Theil des Hauses, Zimmer, Saal (bes. im obern Stockwerk), Od. 1, 333. 8, 458; λι θίνῳ ἔνδον τέγει, Pind. N. 3, 54; über τέγος Παρνάσιον P. 5, 39 s. Böckh; Ar. Ach. 250 Nubb. 1110. Später bes. Hurengemach, Bordell, Jac. A. P. p. 717; vgl. Pol. 12, 13, 2.

Greek (Liddell-Scott)

τέγος: -εος, τό, ὡς τὸ στέγος, στέγη, ὀροφή, στέγασμα οἰκίας ἢ θαλάμου, Λατ. lectum, Ὀδ. Κ. 559, Λ. 64 (οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 1126, 1458· οὑπὶ τοῦ τέγους, σὺ ὁ ἐπὶ τῆς στέγης, αὐτόθι 1502, πρβλ. Σφ. 68· σὺ δ’, ὦ γύναι, θεῶ μ’ ἀπὸ τοῦ τέγους ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 262, πρβλ. Λυσίαν 97. 24· τ. τοῦ οἰκήματος Θουκ. 4. 48, Ξεν. κλπ. ΙΙ. πᾶν ἐστεγασμένον μέρος τῆς οἰκίας, δωμάτιον, θάλαμος (κυρίως εἰς τὸ ἀνώτατον μέρος τῆς οἰκίας εὑρισκόμενος), Ὀδ. Α. 333, Β. 458, κ. ἀλλ.· τ. Παρνάσιον, ὁ ἐν Δελφοῖς ναός, Πινδ. Π. 5. 54· λιθίνῳ ἔνδον τέγει, δηλ. ἐντὸς σπηλαίου, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 3. 94. ΙΙΙ. μεταγεν., πορνεῖον, χαμαιτυπεῖον, Πολύβ. 12. 13, 2, Ἀνθ. Π. 11. 363, Μανέθων 6. 143. (Περὶ τῆς ῥίζης κλπ., ἴδε ἐν λ. στέγω).

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 toit d’une maison ou d’une chambre;
2 toute partie couverte d’une maison, d’une chambre, salle (particul. dans les étages supérieurs).
Étymologie: R. Στεγ, couvrir ; cf. στέγος, στέγω.

English (Slater)

τέγος
   1 roof i. e. chamber (ἀνδριάς) Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγεϊ Παρνασσίῳ καθέσσαντο i. e. in some sacred chamber (P. 5.41) Χίρων τράφε λιθίνῳ Ἰάσον' ἔνδον τέγει (in his cave) (N. 3.54)

Greek Monolingual

-εος και -ους, τὸ, ΜΑ
πορνείο (α. «πάνδημοι ἐργασίαι τέγεος», Ανθ. Παλ.
β. «γύναιον ἐκ δημοσίου τέγους», Φώτ.)
αρχ.
1. στέγητέγος τοῡ οἰκήματος», Θουκ.)
2. συνεκδ. στεγασμένος χώρος, δωμάτιο, οίκημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στεγ- του στέγω (< ΙΕ ρίζα steg- + κατάλ. ουδ. -ος (πρβλ. και στέγος.